Χῶρος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monotonic
Χῶρος: ὁ, βορειοδυτικός άνεμος, Λατ. Caurus, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
Χῶρος: ὁ (лат. Corus или Caurus) хор, сев.-зап. ветер, перен. северо-запад: κατὰ Χῶρον βλέπειν NT быть обращенным к северо-западу.