ὡρόμαντις

Revision as of 06:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

εως, ὁ,

   A the hour-prophet, of the cock, prob. in Babr. 124.15 (ὡρομάτην cod. Vat., ὡρονόμον Suid. s.v. πέτανρα).

Greek (Liddell-Scott)

ὡρόμαντις: -εως, ὁ προλέγων τὰς ὥρας, ὁ ἀλεκτρυών, Βαβρ. 124. 5· -ὁ Σουΐδ. ἐν λ. πέταυρα μνημονεύει ὡρονόμος (ἐκ τοῦ Βαβρίου). -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
celui qui annonce les heures.
Étymologie: ὥρα, μάντις.

Greek Monotonic

ὡρόμαντις: -εως, ὁ, αυτός που προλέγει την ώρα, ο πετεινός, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ὡρόμαντις: εως ὁ возвещающий часы (эпитет петуха) Babr.