μύ

Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 212] od. μῦ, ein mit geschlossenem Munde hervorgebrachter Laut, Schmerz ausdrückend, μὺ μῦ, μὺ μῦ, Ar. Equ. 10, μῦ μῦ, Th. 231; – μῦ λαλεῖν, einen kaum vernehmbaren Laut hervorbringen, mucken, mucksen, von denen, die nicht laut zu reden wagen, Hipponax frg. bei S. Emp. adv. gramm. 275; vgl. das lat. mu facere, mussare.

French (Bailly abrégé)

c. μῦ².

Greek Monotonic

μύ: ή μῦ, μουρμουριστός ήχος που παράγεται από τα χείλη, μῦλαλεῖν, μουρμουρίζω, σε Ιππών.· μιμούμαι τον ήχο του κλάματος που συνοδεύεται από λυγμούς, μὺ μῦ, μὺ μῦ, ή, καλύτερα, μυμῦ, μυμῦ, σε Αριστοφ.