μουρμουρίζω
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
(Μ μουρμουρίζω)
1. λέγω κάτι σιγά και συγκεχυμένα, μέσα από τα δόντια μου, ψιθυρίζω
2. μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω
νεοελλ.
1. (για ροή νερού) παράγω ήχο υπόκωφο και συνεχή
2. προμηνύω («ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει», Σταθ.)
μσν.
φρ. «μουρμουρίζω το γουί» — θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μορμυρίζω με κώφωση του -ο- σε -oυ- και αφομοιωτική τροπή του -υ- σε -ου-].