συγκαταπολεμέω

Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A join in subduing, τοὺς Ἀθηναίους D.S.16.22; Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Id.19.15, cf. Str.13.4.2, J.AJ13.5.11.

German (Pape)

[Seite 965] mit oder zugleich bekriegen, überwinden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταπολεμέω: καταπολεμῶ ὁμοῦ, τοὺς Ἀθηναίους Διόδ. 16. 22· τινὶ τὴν Ἀσίαν ὁ αὐτ. 19. 15, πρβλ. Στράβ. 624.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταπολεμέω: 1) совместно побеждать (τοὺς Ἀθηναίους Diod.);
2) помогать завоевать (Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Diod.).