συγκαταπολεμέω

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταπολεμέω Medium diacritics: συγκαταπολεμέω Low diacritics: συγκαταπολεμέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: synkatapoleméō Transliteration B: synkatapolemeō Transliteration C: sygkatapolemeo Beta Code: sugkatapoleme/w

English (LSJ)

join in subduing, τοὺς Ἀθηναίους D.S.16.22; Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Id.19.15, cf. Str.13.4.2, J.AJ13.5.11.

German (Pape)

[Seite 965] mit oder zugleich bekriegen, überwinden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταπολεμέω: καταπολεμῶ ὁμοῦ, τοὺς Ἀθηναίους Διόδ. 16. 22· τινὶ τὴν Ἀσίαν ὁ αὐτ. 19. 15, πρβλ. Στράβ. 624.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταπολεμέω:
1 совместно побеждать (τοὺς Ἀθηναίους Diod.);
2 помогать завоевать (Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Diod.).