τοκώ
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(I)
-άω, Α τόκος
είμαι ετοιμόγεννη.———————— (II)
-όω, Α τόκος
(κατά τον Φώτ.) «τοκούμενον
γεννώμενον, τικτόμενον».