τοκώ

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α τόκος
είμαι ετοιμόγεννη.
(II)
-όω, Α τόκος
(κατά τον Φώτ.) «τοκούμενον
γεννώμενον, τικτόμενον».