οξυτελής

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὀξυτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελής
εντομολ. γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
αυτός που λήγει σε οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημι-τελής].