ὀξυτελής
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ὀξυτελές, with sharp ends, diamond shaped, διόπτραι, of open spaces in lattice-work, dub.l. in Lyd.Mag.3.37 (fort. ὀξυτενής, ές, eodem sensu, cf. Suid.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυτελής: -ές, ὁ λήγων εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰω. Λυδοῦ.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὀξυτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελής
εντομολ. γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
αυτός που λήγει σε οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημιτελής].