παραδουλευτής

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. παραδουλεύτρα παραδουλεύω
1. αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες
2. (κυρίως το θηλ.) η παραδουλεύτρα
γυναίκα που βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, ευκαιριακή υπηρέτρια.