χάχανο

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source

Greek Monolingual

και χάχλανο, το, Ν
συν. στον πληθ. τα χάχανα
(με περιλπτ. σημ.) α) παρατεταμένο και ηχηρό γέλιο
β) καγχασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα. Ο τ. χάχλανο με ανάπτυξη -λ-].