φιλεταίριος

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεταίριος: -ον, = φιλέταιρος, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ε. 15. ΙΙ. ὁ φιλεταίριος [[[πούς]]], μέτρον μήκους, = 2/3 τοῦ Βαβυλωνίου πήχεως, Ἀρχ. Μαθ.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α φιλέταιρος
1. φιλέταιρος
2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον
α) το φυτό πολεμόνιο
β) το φυτό ωκιμοειδές
γ) το φυτό απαρίνη
δ) κληματίδα
3. φρ. «φιλεταίριος πούς» — μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 του βαβυλωνίου πήχεως.
(II)
ἡ, Α
φιλεταίριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του φιλεταίριον, κατά τα δευτερόκλιτα θηλ.].