παιδεία

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδεία Medium diacritics: παιδεία Low diacritics: παιδεία Capitals: ΠΑΙΔΕΙΑ
Transliteration A: paideía Transliteration B: paideia Transliteration C: paideia Beta Code: paidei/a

English (LSJ)

ἡ,
A rearing of a child, A. Th.18.
2 training and teaching, education, opp. τροφή, Ar.Nu.961, Th.2.39(pl.); παιδεία καὶ τροφή Pl. Phd.107d, Phlb.55d.
3 its result, mental culture, learning, education, ἡ π. εὐτυχοῦσι κόσμος, ἀτυχοῦσι καταφύγιον Democr.180, cf. Pl. Prt.327d, Grg.470e, R.376e, Arist.Pol.1338a30, etc.; τῆς Λακεδαιμονίων π. Pl.Prt. 343a: in plural, parts or systems of education, Id.Lg. 653c, 804d.
4 culture of trees, Thphr. CP 3.7.4.
5 πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθε the twisted handiwork of Egypt, i.e. (acc. to Sch.) ropes of papyrus, E.Tr.129 (lyr.).
6 anything taught or learned, art, science, παιδεία ἱερή, of medicine, IG14.2104.
7 chastisement, LXX Pr.22.15, Ep.Hebr.12.5.
II youth, childhood, παιδείης πολυήρατον ἄνθος Thgn.1305, cf. 1348; ἐκ παιδείας φίλος Lys.20.11; so (prob.) στερρὰν παιδείαν E.IT206(lyr.).
2 in collect. sense, body of youths, παιδείας λιπαρὴς ὄχλος Luc.Am.6.

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, Erziehung und Unterricht des Kindes; Aesch. Spt. 18; λέξω τὴν ἀρχαίαν παιδείαν ὡς διέκειτο, Ar. Nubb. 968; Thuc. 2, 39 im plur.; bei Plat. Legg. II, 659 d heißt sie ἡ παίδων ὁλκή τε καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον; Rep. II, 376 e ἔστι δέ που (ἡ παιδεία) ἡ μὲν ἐπι σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική, vgl. Conv. 187 d χρώμενον ὀρθῶς τοῖς πεποιημένοις μέλεσί τε καὶ μέτροις, ὃ δὴ παιδεία ἐκλήθη; Prot. 338 e παιδείας μέγιστον μέρος εἶναι περὶ ἐπῶν δεινὸν εἶναι, wodurch auch im Allgemeinen der Inhalt der frühesten Erziebung angegeben ist; aber auch die τροφή gehört dazu, Legg. I, 643 c; vgl. Xen., bes. Cyr.; Folgde; übh. wissenschaftliche und künstlerische Bildung, καὶ φιλοσοφία Plat. Ep. VII, 328 a, vgl. Gorg. 470 e; Folgende; Arist. pol. 8, 3, 5 τὴν μουσικὴν εἰς παιδείαν ἔταξαν, zur Bildung des freien Menschen gehörig. – Bei Luc. Amor. 6 collectivisch, παρηκολούθει παιδείας λιπαρὴς ὄχλος, eine Menge gebildeter od. junger Leute. – Das Jugendalter, die Kindheit, Theogn. 1305. 1348; ἐκ παιδείας φίλος, gleichsam von der Schule an, Lys. 20, 11. – Theophr. braucht es auch von der Pflanzenzucht. – Bei Eur. Troad. 128 wird πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία vom Schol. = σχοινία aus Byblos gemacht, Segel von Papyrus erkl. (Die Staude wächst am Nil). – Vgl. übrigens παιδία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 éducation des enfants, instruction, culture de l'esprit, connaissance des arts libéraux, expérience;
2 âge de la jeunesse.
Étymologie: παιδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδεία -ας, ἡ, Ion. παιδ(ε)ίη [παιδεύω] opvoeding (fysiek en moreel), onderwijs, training; plur. opvoedingssysteem. beschaving, ontwikkeling:; ἡ παιδεία εὐτυχοῦσι... ἐστι κόσμος ontwikkeling is een sieraad voor gelukkige mensen Democr. B 180; concr.. πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν het gevlochten product uit Egypte Eur. Tr. 128 (tekst onzeker). jeugd:; ἐκ παιδείας φίλος jeugdvriend Lys. 20.11; collect. jongelui.

Russian (Dvoretsky)

παιδεία: ἡ тж. pl.
1 воспитание, обучение (π. καὶ τροφή Plat.): Κύρου π. «Воспитание Кира» (название одного из сочинений Ксенофонта);
2 образование: παιδείας μέγιστον μέρος περὶ ἐπῶν δεινὸν εἶναι Plat. важнейшая часть образования - быть знатоком поэтических произведений;
3 образованность, просвещение, культура (ἡ τῶν Λακεδαιμονίων π. Plat.);
4 искусство: πλεκτὴ Αἰγύπτου π. Eur. плетеные произведения египетского искусства, т. е. корабельные снасти;
5 детство, юность (στερρὰ π. Eur.): ἐκ παιδείας φίλος Lys. друг детства;
6 молодежь (παιδείας ὄχλος Luc.);
7 наказание (εἰς παιδείαν ὑπομένειν NT).

Greek (Liddell-Scott)

παιδεία: ἡ, ἀνατροφὴ παιδίου, Αἰσχύλ. Θήβ. 18, πρβλ. Dind. εἰς Σοφ. Ἀποσπ. 433. 2) ἀνατροφὴ καὶ διδασκαλία, ἐκπαίδευσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφή, λέξω τοίνυν τὴν ἀρχαίαν παιδείαν ὡς διέκειτο κτλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 961, Θουκ. 2. 39. Πλάτ. Φαίδων 107D, Φίληβ. 55D, κτλ. 3) τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀνατροφῆς καὶ ἐκπαιδεύσεως, παιδεία, (ὅπερ ἑρμηνεύει ὁ Γέλλ. 13. 16. humanitas), Πλάτ. Πρωτ. 327D, Γοργ. 470Ε˙ τῆς Λακεδαιμονίων π. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 343Α˙ - ὁρισμὸς τῆς παιδείας, παιδείαν δὴ λέγω τὴν παραγιγνομένην πρῶτον παισὶν ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 653C· ἐν τῷ πληθ., σύστημα ἐκπαιδεύσεως, αὐτόθι 804D· περὶ τῶν ἀποτελούντων τὴν παιδείαν, ἴδε τὸν αὐτ. ἐν Πολ. 376Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3˙ ὁ Πλάτ. πολλαχοῦ πραγματεύεται περὶ παιδείας, ἴδε τοὺς πίνακας τῆς μεταφρ. τοῦ Jowett, πρβλ. Ἀριστ. ἐν Πολιτ. 7. 17., 8. 1, κἑξ. 4) ἡ περιποίησις τῶν δένδρων, δενδροκομική, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. 5) πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθε, πλεκτὴν ἐργασίαν τῆς Αἰγύπτου, δηλ. τὰ κρεμαστὰ ἐκ βύβλου ἱστία, Εὐρ. Τρῳ. 128. 6) πᾶν ὅ,τι ἐδιδάχθη τις ἢ ἔμαθε, τέχνη, ἐπιστήμη, Λατ. disciplina, π. ἱερή, ἐπὶ τῆς ἰατρικῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6297. ΙΙ. νεότης, παιδικὴ ἡλικία, παιδείης πολυήρατον ἄνθος Θέογν. 1305, πρβλ. 1348˙ ἐκ παιδείας φίλος Λυσ. 159. 1˙ καὶ πιθανῶς αὕτη εἶναισημασία τοῦ στερρὰν παιδείαν ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206˙ - οὕτω, παιδία, Ἰωνικ. -ίη, ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι Ἱππ. 113C˙ ὡσαύτως παιδαριώδης τρόπος, παιδαριώδης ἀνοησία, Πλάτ. Νόμ. 808Ε, 864D, καὶ ἴσως Πολιτ. 268E. 2) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, ὡς τὸ juventus, ἡ νεολαία, ὅμιλος νέων, παιδείας λιπαρὴς ὄχλος Λουκ. Ἔρωτ. 6. - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις φέρεται παιδία˙ πρβλ. καὶ τὸ παιδιὰ ἐν τέλ.

English (Strong)

from παιδεύω; tutorage, i.e. education or training; by implication, disciplinary correction: chastening, chastisement, instruction, nurture.

English (Thayer)

(Tdf. παιδία; (see Iota)), παιδείας, ἡ, (παιδεύω), the Sept. for מוּסָר;
1. the whole training and education of children (which relates to the cultivation of mind and morals, and employs for this purpose now commands and admonitions, now reproof and punishment): Winer's Grammar, 388 (363) note); (in Greek writings from Aeschylus on, it includes also the care and training of the body.) (See especially Trench, Synonyms, § xxxii.; cf. Jowett's Plato, index under the word Education).
2. "whatever in adults also cultivates the soul, especially by correcting mistakes and curbing the passions "; hence,
a. instruction which aims at the increase of virtue: chastisement, chastening (of the evils with which God visits men for their amendment): ὑπομένω, 2b.), Plato) definition παιδεία. δύναμις θεραπευτικη

Greek Monolingual

η (ΑΜ παιδεία) παιδεύω
1. η ενέργεια του παιδεύω, ανατροφή, διδασκαλία, εκπαίδευση («λέξω τοίνυν τὴν ἀρχαίαν παιδείαν ὡς διέκειτο», Αριστοφ.)
2. η πνευματική και ηθική αγωγή, το αποτέλεσμα της ανατροφής και εκπαίδευσης, μόρφωση (α. «είναι άνθρωπος μεγάλης παιδείας» β. ὅτι μὲν τοίνυν ἔστι παιδεία τις ἣν οὐχ ὡς χρησίμην παιδευτέον τοὺς υἱεῖς οὐδ' ὡς ἀναγκαίαν ἀλλ' ὡς ἐλευθέριον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας («οι δαπάνες για την παιδεία πρέπει να αυξηθούν»)
μσν.-αρχ.
τιμωρίαῥάβδος δὲ καὶ παιδεία μακρὰν ἀπ' αὐτοῦ», ΠΔ)
αρχ.
1. ανατροφή παιδιού
2. η περιποίηση τών δένδρων, η δενδροκομική
3. ὁ, τι διδάχτηκε ή έμαθε κάποιος, τέχνη, επιστήμη
4. πειθαρχημένος τρόπος ζωής
5. η νεαρή ηλικία, η νεότητα («παιδείης πολυήρατον άνθος», Θεόγν.)
6. (με περιλπτ. σημ.) νεολαία («παιδείας λιπαρῆς ὄχλος», Λουκιαν.)
7. στον πληθ. αἱ παιδείαι
σύστημα εκπαίδευσης
8. φρ. α) «πλεκτὰν Αἰπτύπτον παιδείαν» — τη συνεστραμένη χειροποίητη εργασία της Αιγύπτου, δηλ. πανιά, ιστία από πάπυρο (Ευρ.)
β) «παιδεία ιερή» — η ιατρική.

Greek Monotonic

παιδεία: ἡ,
I. 1. ανατροφή παιδιού, σε Αισχύλ.
2. ανατροφή και διδασκαλία, εκπαίδευση, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
3. αποτέλεσμα μόρφωσης, κουλτούρα, παιδεία, πνευματικά εφόδια, σε Πλάτ.
4. πλεκτὰ Αἰγύπτου παιδεία, τα πλεκτά εργόχειρα της Αιγύπτου, δηλ. τα κρεμαστά σχοινιά του βύβλου, σε Ευρ.
II. νεότητα, παιδική ηλικία, σε Θέογν., Ευρ.

Middle Liddell

παιδεία, ἡ,
I. the rearing of a child, Aesch.
2. training and teaching, education, Ar., Thuc., etc.
3. its result, culture, learning, accomplishments, Plat.
4. πλεκτὰ Αἰγύπτου παιδεία the twisted handiwork of Egypt, i. e. ropes of byblus, Eur.
II. youth, childhood, Theogn., Eur.

Chinese

原文音譯:paide⋯a 派得阿
詞類次數:名詞(6)
原文字根:打擊(著) 相當於: (יָסַר‎ / יָסׄר‎) (מוּסָר‎)
字義溯源:管教,訓練;源自(παιδεύω)=訓練,教養);而 (παιδεύω)出自(παῖς)*=孩童)。管教和訓練,主要是藉著下面七種不同的途徑:
1)藉著學習和改進( 徒7:22),有如摩西學了埃及人一切的學問
2)藉著責打( 路23:16,22)。管教兒童常用責打的方法
3)藉著律法。保羅也是從嚴緊的律法受教( 徒22:3; 加3:24)
4)藉著恩典。保羅對提多說,神的恩典已顯明出來,教導我們除去不敬虔的心和世俗的情慾,在今世自守,公義,敬虔度日( 多2:11,12)
5)藉著聖經( 提後3:15,16,17),教會中的教師,家庭中基督徒父親( 弗6:4)
6)藉著苦難。一如舊約,神用苦難來訓練他的子民,他的教會,他的兒女,他的僕人;使他們更純淨,更單純的走在正路上
7)藉著審判。保羅曾將二個丟棄良心的信徒交給撒但,使他們受責罰( 提前1:19,20)
出現次數:總共(6);弗(1);提後(1);來(4)
譯字彙編
1) 管教(6) 弗6:4; 提後3:16; 來12:5; 來12:7; 來12:8; 來12:11

English (Woodhouse)

childhood, culture, education, rearing, improvement of the mind, mental culture

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

disciplina, training, 2.39.1.

Translations

education

Afrikaans: onderwys; Albanian: arsim, edukim; Amharic: ትምህርት; Arabic: تَعْلِيم, تَرْبِيَة; Aragonese: educación; Armenian: կրթություն, ուսում; Aromanian: educatsie; Assamese: শিক্ষা; Asturian: educación; Azerbaijani: təhsil, tərbiyə, maarif, təlim; Bashkir: мәғариф; Basque: hezkuntza; Belarusian: адукацыя, асвета, асьвета, выхаванне, выхаваньне; Bengali: শিক্ষা, তালিম; Bokyi: kor' wed; Breton: diorroadurez; Bulgarian: образование, възпитание; Burmese: ပညာ, ပညာရေး; Buryat: болбосорол; Catalan: educació; Chechen: дешар; Cherokee: ᏗᏕᎶᏆᏍᏗ; Chinese Cantonese: 教育; Eastern Min: 教育; Hakka: 教育; Hokkien: 教育; Mandarin: 教育, 教學, 教学, 教養, 教养; Wu: 教育; Chuvash: вӗрентӳ; Cornish: adhyskans; Crimean Tatar: maarif, tasil; Czech: vzdělávání; Danish: opdragelse, uddannelse; Dutch: onderwijs; Esperanto: eduko, edukado; Estonian: haridus; Faroese: útbúgving; Finnish: kasvatus, koulutus, opetus; French: éducation, enseignement; Fula Adlam: 𞤫𞤳𞥆𞤭𞤼𞤭𞤲𞤮𞤤; Roman: ekkitinol; Galician: educación; Georgian: განათლება; German: Ausbildung, Erziehung, Schulung, Unterricht; Greek: εκπαίδευση; Ancient Greek: ἀγωγή, ἀνατριβή, ἀνατροφή, διδασκαλία, διδασκαλίη, κατάρτισις, κωρισμός, παιδεία, παίδευμα, παίδευσις, τροφή; Gujarati: શિક્ષણ, કેળવણી; Hawaiian: hoʻonaʻauao; Hebrew: חִנּוּךְ \ חינוך; Hindi: शिक्षा, सीख, तर्बियत, आमोज़िश, तालीम; Hungarian: nevelés, oktatás; Icelandic: menntun; Ido: eduko, edukado; Igbo: mmuta; Indonesian: pendidikan; Ingrian: opetus; Irish: oideachas, léann; Italian: istruzione, educazione; Japanese: 教育; Javanese: pawiatan; Kalmyk: сурһуль; Kannada: ಶಿಕ್ಷಣ; Kazakh: оқу, ағарту, білім беру; Khmer: ការសិក្សា; Kikuyu: gĩthomo; Korean: 교육(敎育); Kurdish Central Kurdish: پەروەردە, زانیاری; Northern Kurdish: perwerde, talîm, zanyarî, terbiye; Kyrgyz: билим берүү, агартуу, окутум, тарбия; Lao: ການສຶກສາ; Latin: cultus, disciplina; Latvian: audzināšana, izglītība; Lithuanian: auklėjimas, ugdymas, lavinimas; Luxembourgish: Erzéiung, Educatioun, Ausbildung; Macedonian: образование, воспитание; Malay: pendidikan, pelajaran; Malayalam: വിദ്യാഭ്യാസം; Maltese: edukazzjoni; Manx: edjaghys; Maori: akoranga matauranga, mātauranga; Marathi: शिक्षण; Mongolian Cyrillic: боловсрол, сурган хүмүүжил; Mongolian: ᠪᠣᠯᠪᠠᠰᠤᠷᠠᠯ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠨ; ᠬᠦᠮᠦᠵᠢᠯ; Navajo: íhooʼaah; Nepali: शिक्षा; Norwegian Bokmål: utdannelse, utdanning, oppdragelse; Nynorsk: utdanning, utdaning; Occitan: educacion; Odia: ଶିକ୍ଷା; Ottoman Turkish: تعلیم; Pali: sikkhā; Pashto: زده کړه, تعليمات, تربيه, معارف; Persian Dari: آموزِش, مَعْرِفَت, تَعْلِیم, تَرْبِیَت, تَحْصِیل; Iranian Persian: آموزِش, مَعْرِفَت, تَعْلیم, تَرْبِیَت, تَحْصیل; Plautdietsch: Belia; Polish: edukacja, oświata, kształcenie; Portuguese: educação, ensino; Punjabi Gurmukhi: ਸਿੱਖਿਆ; Romanian: educație, educare; Romansch: furmaziun; Russian: образование, обучение, воспитание, просвещение; Sanskrit: शिक्ष, शिक्षा; Scots: eddication; Scottish Gaelic: foghlaim, teagasg; Serbo-Croatian Cyrillic: образовање, васпита̄ње, одгајивање, про̏света, про̏свјета; Roman: obrazovánje, vaspítānje, odgajivanje, prȍsveta, prȍsvjeta; Sicilian: aducazzioni; Sindhi: تعليم; Sinhalese: අධ්‍යාපනය; Slovak: vzdelávanie; Slovene: izobraževanje; Spanish: educación; Swahili: elimu; Swedish: utbildning, undervisning; Tagalog: katuruan, edukasyon; Tajik: маориф, омузиш, таълим, тарбия, тарбият, таҳсил; Tamil: கல்வி; Tatar: мәгърифәт; Telugu: విద్య; Tetum: edukasaun; Thai: การศึกษา; Tibetan: སློབ་གསོ; Tigrinya: ትምህርቲ; Turkish: eğitim, talim, tahsil; Turkmen: bilim, magaryf, terbiýeleýiş; Ukrainian: осві́та, виховання; Urdu: تَعْلِیم, مَعْرِفَت, آموزِش, تَرْبِیَت, تَحْصِیل, شِکْشا, سِیکھ; Uyghur: مائارىپ, ئوقۇش, تەلىم, تەربىيە; Uzbek: maorif, tahsil, maʻrifat, tarbiya, tarbiyat, taʻlim; Vietnamese: giáo dục, dạy dỗ, giáo dưỡng; Vilamovian: aojsbildung; Volapük: dugäl, dugälav, benodugäl, benodugälam; Welsh: addysg; West Frisian: ûnderwiis; Yakut: үөрэҕирии; Yiddish: בילדונג, חינוך or; Zhuang: gyauyuz