δίοπτρα

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

τα (Α δίοπτρον, το)
νεοελλ.
1. η διόπτρα
2. οι διόπτρες
αρχ.
1. τὸ δίοπτρον
το κάτοπτρο, ο καθρέφτης
2. φρ. «οἶνος γὰρ ἀνθρώποις δίοπτρον» — το κρασί είναι καθρέφτης για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ -οπτρον < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].