ἀθυρογλωττία
English (LSJ)
ἡ,
A impudent loquacity, Plb.8.10.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθυρογλωττία: ἡ, ἀναιδὴς φλυαρία, Πολύβ. 8. 12. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠρογλωττία: ἡ невоздержность на язык (πικρία καὶ ἀ. Polyb.).
ἡ,
A impudent loquacity, Plb.8.10.1.
ἀθυρογλωττία: ἡ, ἀναιδὴς φλυαρία, Πολύβ. 8. 12. 1.
ἀθῠρογλωττία: ἡ невоздержность на язык (πικρία καὶ ἀ. Polyb.).