πικρία

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρία Medium diacritics: πικρία Low diacritics: πικρία Capitals: ΠΙΚΡΙΑ
Transliteration A: pikría Transliteration B: pikria Transliteration C: pikria Beta Code: pikri/a

English (LSJ)

ἡ,
A bitterness:
1 of taste, Thphr.CP6.10.7, Od.32, LXX Je.15.17, Placit.3.16.2, Dsc.1.61, etc.
2 of temper, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν D.21.204, cf. 25.84, Ep.3.33, Arist.VV1251a4, Phld.Ir. p.56W.; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι πικρία Plb.15.4.11; πρὸς τὸν δῆμον Plu.Ccr. 15; ἡ ἐν τοῖς λόγοις πικρία D.S.16.88; λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι Plu.Lyc.19.
3 of circumstances, ἡ τοῦ καιροῦ πικρία BGU417.5 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der ὠμότης entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι πικρία, Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀθυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. amertume, goût amer;
II. fig.
1 aigreur, colère;
2 dureté.
Étymologie: πικρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρία -ας, ἡ [πικρός] bittere smaak; overdr. bitterheid, rancune, barsheid:. μεστὸς ὤν... πικρίας πρὸς τὸν δῆμον vol rancune jegens het volk Plut. Cor. 15.5; λόγῳ χρῆσθαι πικρίαν ἔχοντι μεμιγμένην χάριτι spreken met een mengsel van strengheid en charme Plut. Lyc. 19.1.

Russian (Dvoretsky)

πικρία:
1 горький вкус, горечь: στρέφεται εἰς πικρίαν ὁ καρπός Arst. плод приобретает горький вкус; χολὴ πικρίας NT = π. χολῆς;
2 раздражение, злоба (ὠμότης καὶ π. Plut.);
3 жесткость, резкость, суровость (πρὸς τὸν δῆμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πικρία: ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ ἰδιότης, «πικράδα», «πίκρα», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· πρός τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19.

English (Strong)

from πικρός; acridity (especially poison), literally or figuratively: bitterness.

English (Thayer)

πικρίας, ἡ (πικρός), bitterness: χολή πικρίας, equivalent to χολή πικρά (Winer's Grammar, 34,3b.; Buttmann, § 132,10), bitter gall, equivalent to extreme wickedness, ῤίζα πικρίας (references as above), a bitter root, and so producing bitter fruit, Alex. manuscript), cf. Bleek at the passage; metaphorically, bitterness, i. e. bitter hatred, Sept. (Demosthenes, Aristotle), Theophrastus, Polybius, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν
η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ)
μσν.-αρχ.
αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ
β. «τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν», Δημοσθ.)
αρχ.
1. η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα (< ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ, ΠΔ)
2. (για τον καιρό) η άσχημη κατάσταση, οι δυσμενείς συνθήκες («ἡ τοῦ καιροῦ πικρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός. Ο τ. πίκρια προήλθε από συμφυρμό τών πικρία και πίκρα.

Greek Monotonic

πικρία: ἡ (πικρός), πικρία, λέγεται για τη διάθεση, σε Δημ., Πλούτ.

Middle Liddell

πικρία, ἡ, πικρός
bitterness, of temper, Dem., Plut.

Chinese

原文音譯:pikr⋯a 披克里阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:苦 相當於: (מַמְּרֹרִים‎) (מַר‎ / מָרָה‎) (מְרֹרָה‎) (רֹאשׁ‎)
字義溯源:尖刻,苦毒,苦;源自(πικρός)*=銳利的)
出現次數:總共(4);徒(1);羅(1);弗(1);來(1)
譯字彙編
1) 苦毒(2) 羅3:14; 弗4:31;
2) 苦毒的(1) 來12:15;
3) 苦(1) 徒8:23

Translations

Arabic: مَرَارَة‎; Aromanian: amãrãciuni, amãreatsã; Asturian: amargor, amargura; Bulgarian: горчивина; Catalan: amargor, amargura, amarguesa; Esperanto: amareco, amaro; Finnish: kitkeryys; Franco-Provençal: amaritúdina; French: amertume; Galician: amargor, amargura, amargueza, amarguranza; German: Bitterkeit, Bitternis; Gothic: 𐌱𐌰𐌹𐍄𐍂𐌴𐌹; Greek: πίκρα; Ancient Greek: πικρία, πικρότης; Hebrew: מרירות‎; Hungarian: keserűség; Italian: amarezza; Latin: acerbitas, amaritas, amarities, amaritudo, amarulentia, austeritas; Macedonian: горчина; Malayalam: കയ്പ്പ്; Norwegian Bokmål: bitterhet; Plautdietsch: Bettaniss; Polish: gorzkość, gorycz; Portuguese: amargura; Romanian: amărăciune, amăreală; Russian: горечь; Sardinian Logudorese: rangigùmene; Slovak: horkosť; Spanish: amargo, amargura, amargor; Swedish: bitterhet; Tausug: pait; Telugu: చేదు; Thai: ความขม; Turkish: acılık; Ukrainian: гіркота, гі́ркість