εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν → blessed are You, o Christ Our God
ἐπεισόδιος, -ον (Α) επείσοδος1. αυτός που προέρχεται απ' έξω («σύμφυτον ἔχει τὴν τοῡ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπεισόδιονβλ. επεισόδιο.