θαυμαστέος

Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be wondered at, ἐκεῖνο θ., ὡς . . Pl.Plt.302a.    II neut. θαυμαστέον one must wonder, εἰ . . E.Hel.85, cf. 499, Phld.Rh.2.27 S., etc.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θαυμάζη τις, Πλάτ. Πολιτ. 302Α. ΙΙ. οὐδ. θαυμαστέον, πρέπει τις νὰ θαυμάζῃ ἢ -σῃ, Εὐρ. Ἑλλ. 85, 499.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de θαυμάζω.

Greek Monotonic

θαυμαστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του θαυμάζω,
I. αυτός που αξίζει να θαυμάζεται, σε Πλάτ.
II. ουδ. θαυμαστέον, αυτό που πρέπει να θαυμάζεται, σε Ευρ.

Middle Liddell

θαυμαστέος, η, ον verb. adj. of θαυμάζω,]
I. to be admired, Plat.
II. neut. θαυμαστέον, one must admire, Eur.