Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Εὔβουλος, ὁ.
Eubūlus, ī, m. (Εὔβουλος), nom d’homme, entre autres d’un statuaire : Plin. 34, 88.