τάγηνον
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A frying-pan, saucepan, Eup.346, Ar.Eq.929, Pl. Com. 173.12, Anaxandr.33.4, Luc.Symp.38:—more freq. in form τήγᾰνον, Pherecr.104, 127, Eup.144, LXX Le.2.5, al., Maria ap.Zos. Alch.p.236 B. (codd. vary in Gal.6.490,al.); cf. Ath.6.228f sq., who also cites ἤγανον from Anacr.26.
German (Pape)
[Seite 1063] τό, Pfanne, Bratpfanne, Tiegel; Ar. Equ. 926; Luc. Conv. 38; Ath. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τάγηνον: [ᾰ], τό, τὸ τηγάνι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 929· τῶν περὶ τάγηνον καὶ μετ’ ἄριστον φίλων, περὶ παρασίτων, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 7· οὐδὲ λοπὰς κακόν ἐστιν, ἀτὰρ τὸ τάγηνον, ἄμεινον οἶμαι Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 12, Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 4, Λουκ. Συμπ. 38· ― συνηθέστερον ἐν τῷ τύπῳ τήγᾰνον, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 4, ἐν «Πέρσαις» 4, Εὔπολις ἐν «Εἴλωσιν» 5, κτλ· πρβλ. Ἀθήν. 228F κἑξ., παρ’ ᾧ μνημονεύεται καὶ ὁ τύπος ἤγανον ἐκ τοῦ Ἀνακρ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
poêle à frire.
Étymologie: cf. τήγανον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. τήγανον.
Greek Monotonic
τάγηνον: [ᾰ], τό, τηγάνι, σε Αριστοφ., Λουκ.· συνηθέστερα στον τύπο τήγᾰνον.
Russian (Dvoretsky)
τάγηνον: (ᾰ) τό сковорода Arph., Luc.: οἱ περὶ τ. φίλοι погов. Eupolis ap. Plut. друзья вокруг сковороды, т. е. пока их кормишь.
Middle Liddell
a frying-pan, saucepan, Ar., Luc.