τηγάνι

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

το / τηγάνιον, ΝΜΑ τήγανον
ρηχό, στρογγυλό, μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με μακριά λαβή
νεοελλ.
περιφραγμένη αβαθής επιφάνεια σε αλυκή, για την εξάτμιση του θαλασσινού νερού και τη συγκέντρωση του αλατιού.