ἐμπιμπλάω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Spanish (DGE)
• Grafía: cód. frec. -πιπλ-
I 1llenar φορμοὺς ... ἀχύρων Ph.Mech.100.28.
2 cubrir, recubrir ἐμπιπλᾷ τὸν βωμὸν ἀμπελίνων ξύλων Phys.A 26.
3 peyor. contaminar, infestar (μυῖαι) δυσχερείας ἅπαντα ἐνεπίμπλων D.C.68.31.4.
II fig. en v. med. llenarse, henchirse φρονήματος καὶ θράσους D.S.34/35.2.29.