ἐμπιμπλάω

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Spanish (DGE)

• Grafía: cód. frec. -πιπλ-
I 1llenar φορμοὺς ... ἀχύρων Ph.Mech.100.28.
2 cubrir, recubrir ἐμπιπλᾷ τὸν βωμὸν ἀμπελίνων ξύλων Phys.A 26.
3 peyor. contaminar, infestar (μυῖαι) δυσχερείας ἅπαντα ἐνεπίμπλων D.C.68.31.4.
II fig. en v. med. llenarse, henchirse φρονήματος καὶ θράσους D.S.34/35.2.29.

Chinese

原文音譯:™mp⋯plhmi 恩披-普累米
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在內-充滿 相當於: (מָלֵא‎ / מָלָה‎) (מָלֵא‎) (סָבָא‎)
字義溯源:填滿,滿足,飽足,充滿,喫飽,餵飽;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πολύς)=最大數目)組成;而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)。參讀 (ἀνταναπληρόω)同義字
出現次數:總共(5);路(2);約(1);徒(1);羅(1)
譯字彙編
1) 得⋯滿足(1) 羅15:24;
2) 他⋯餵飽(1) 路1:53;
3) 充滿(1) 徒14:17;
4) 他們喫飽(1) 約6:12;
5) 飽足的人(1) 路6:25