εὐρύτης
English (LSJ)
[>ῠ], ητος, ἡ, (εὐρύς)
A width or breadth, Hp.Acut.(Sp.) 9. II broadness of sound, Sch.Th.1.72.
German (Pape)
[Seite 1096] ητος, ἡ, die Breite, Geräumigkeit, Galen. Auch breite Aussprache, Schol. Thuc. 1, 72.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύτης: ῠ, ητος, (εὐρὺς) πλάτος, Ἱππ. 397. 30. ΙΙ. ἡ ἔκτασις λέξεώς τινος ἐν τῇ προφορᾷ, «τὸ σημῆναι Ἰακόν· πλὴν τὸ σημᾶναι πλείονα ἔχει τὴν εὐρύτητα»Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 72.