ἔκτασις

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτᾰσις Medium diacritics: ἔκτασις Low diacritics: έκτασις Capitals: ΕΚΤΑΣΙΣ
Transliteration A: éktasis Transliteration B: ektasis Transliteration C: ektasis Beta Code: e)/ktasis

English (LSJ)

ἐκτάσεως, ἡ, (ἐκτείνω)
A stretching out, extension, Hp.Art.19; σκέλους, κώλων, Arist.IA711a30, PA688a16; καμπὴ καὶ ἔκτασις Pl.Lg. 795e: metaph., ἔκτασις ἄρρητος τῆς ἑαυτοῦ Porph.Sent.28; ἡ εἰς πλῆθος ἔκτασις Procl.Inst.128.
2 extent, φιλίας Max.Tyr.6.2; παμπληθῆ θεωρίας ἔκτασις Iamb.VP29.162.
3 mental tension, v.l. for ἔκστασις in D.H.Comp.15.
4 making explicit, κατ' ἔκτασιν, opp. κατ' ἐπίνοιαν, Theol.Ar.5, cf. 12.
5 impulse, τοῦ ὀρεκτικοῦ ἐπί τι Plot.1.1.5.
6 Tact., extension, deployment, συναγωγαὶ καὶ ἐκτάσεις στρατιᾶς Pl.R. 526d, cf. Onos.10.2.
II lengthening of a short syllable, D.H.Comp.25 (pl.); κατ' ἔκτασιν παραλαμβάνεσθαι D.T.632.32; ἔστιν ἐν ἐκτάσει τοῦ ῑ A.D.Adv.161.6.

Spanish (DGE)

ἐκτάσεως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. sg. -ιος]
A como n. de acción
I ref. conceptos espacio-temporales
1 de articulaciones y partes del cuerpo, indicando cambio en la forma o posición extensión, movimiento o capacidad de extensión op. a términos indic. ‘flexión’ o ‘contracción’ τὰ δὲ νεῦρα κάμψιν καὶ σύνταξιν καὶ ἔκτασιν (τῷ σώματι παρέχονται) Hp.Oss.11, κωλύειν ... τήν τε ἔκτασιν ... τήν τε σύγκαμψιν Hp.Fract.47, cf. Hp.Off.15, Pl.Lg.795e, Arist.PA 654b22, Gal.3.34, 44, Ruf.Oss.36, Orib.49.31.8, Simp.in Cael.15.12, (γλώττα) ἔχει ἐπὶ μῆκος ἔκτασιν Arist.HA 504a15, op. συστολή (μυός) Gal.3.39, 4.382, en plu., Gal.3.139, 4.381, op. συστροφή (τῶν δακτύλων) S.E.M.2.7, τελέα Gal.3.52, 68, τῶν κώλων Arist.PA 688a16, Sor.1.7.6, τῶν δακτύλων Gal.3.39, 95, ἀρθρῶν Sor.2.5.23, σκέλους Orib.49.18.10, de origen traumático ἔ. ἐγένετο τοῦ νεύρου καὶ σπασμός Hippiatr.26.5
esp. de la(s) mano(s) o brazo(s) extensión, alargamiento τῆς χειρός Placit.4.14.3, Gal.3.104, Ph.2.97, χειρῶν Iust.Phil.1Apol.55.4
c. dif. sign.: el saludo romano πρὸς τὴν οὐκ ἔκτασιν τῆς ἐκείνου χειρὸς ἀπόλλυσθαι ser condenado a muerte por no haberse producido el gesto de extender la mano, e.d. porque Mario negó el saludo, D.C.102.10
c. sent. relig. jud.-crist. ἔ. τῶν χειρῶν extensión lateral de los brazos, apertura de los brazos, postura con los brazos abiertos en cruz τοῦ Μωϋσέως Iust.Phil.Dial.91.3, de Cristo en la cruz διὰ τῆς θείας ἐκτάσεως τῶν χειρῶν Iren.Lugd.Haer.5.17.4, cf. Gr.Nyss.Res.275.15, para la oración I.AI 12.75, Origenes Or.31.2, ἔχοντος χείρας εἰς ... ἔκτασιν τῆς πρὸς Θεὸν εὐχήν Ath.Al.Gent.4, cf. Chrys.M.48.953.
2 extensión, despliegue de la línea de combate συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις στρατιᾶς Pl.R.526d, de una máquina de asalto, en plu. op. ἐλαττώσεις Bito 59.1
expansión de corpúsculos ἐ. ὄγκων Chrysipp.Stoic.2.157.31, de la sustancia que conforma el universo, Cleom.1.1.51, 52
de líquidos difusión, solución τὸν κύαθον τοῦ οἴνου κιρνᾶσθαι τῷ ὕδατι ... εἰς τὴν ἐπὶ τοσοῦτον ἔκτασιν Chrysipp.Stoic.2.155.24
ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρόχους τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ μετὰ τῆς ἐκτάσεως entretejió los siete mechones de la cabeza (de Sansón) mediante su extensión e.e. extendiéndolos LXX Id.16.14.
3 de retoños expansión, generación, crecimiento ἐπιφύσεων ἐκτάσεσι μηκύνειν de una planta, Ph.1.301
fig. γένεσις ἀπὸ λόγου σπερματικοῦ καὶ ἔ. Theol.Ar.12.
4 c. valor temp. extensión, duración μιᾶς ἡμέρας Ach.Tat.Intr.Arat.35.7, χρόνος ἡ ἐξ αἰῶνος ἀόριστος ἔ. Lyd.Mens.3.15.
II fig.
1 extensión, alcance παμπληθὴς θεωρίας ἔ. Iambl.VP 162, φιλίας Max.Tyr.35.2, τοῦ μέλλοντος ... πλήθους τὴν ἔκτασιν Chrys.M.53.347.
2 acercamiento ἔ. ἐπὶ τὸ ὄν Procl.Theol.Plat.3.24 (p.84).
3 derivación, extensión en las diatribas trinitarias, negado de la generación del Hijo, Eus.E.Th.1.12 (p. 72), ἀναθεματίζομεν τοὺς λέγοντας τὸν λόγον τοῦ θεοῦ τῇ ἐκτάσει ... τοῦ πατρὸς κεχωρίσθαι Dam.Papa Anath. en Thdt.HE 5.11.5, φαμὲν γὰρ γεγεννῆσθαι παρὰ τοῦ πατρὸς τῆς γῆς τὴν οὐσίαν, οὐ κατ' ἔκτασιν decimos que la sustancia de la tierra ha sido creada por el Padre no por extensión Eun.Cyz. en Gr.Nyss.Eun.3.2.30.
B como n. concr.
I 1extensión, línea o zona extensa ὁ στηριγμός ἐστι φορᾶς προμήκης ἐ. el fenómeno luminoso «esterigmo» (como los cometas) es una extensión alargada sin desplazamiento Arist.Mu.395b7.
2 longitud, largo μακρὸς τῇ ἐκτάσει LXX Ez.17.3, ὀστᾶ ... τὴν ἔκτασιν ἀπὸ τῶν ἰσχίων ἄχρι γόνατος ἔχοντα Ruf.Oss.30, τὸ μέγεθος τῆς ἐκτάσεως Vett.Val.348.17, cf. Theo Sm.71, Plot.3.6.17
como una de las dimensiones, op. βάθος: τὴν ἔκτασιν τοῦ μήκους τῆς φάλαγγος ὁρῶντες, τὸ δὲ βάθος ... Polyaen.4.6.19, cf. Hero Def.136.11, πλάτος τε καὶ μῆκος τὰς πλαγίας ἐκτάσεις λέγων Gr.Nyss.Or.Catech.81.1.
II gram., ret.
1 alargamiento vocálico (στοιχείων) τι τῶν διχρόνων κατ' ἔκτασιν D.T.632.31, op. συστολή D.H.Dem.52.3, ἐκτάσεις τε καὶ συστολαὶ ἐνίων (στοιχείων) Plu.2.1009e, ἐκτάσει τοῦ «ο» εἰς «ω» Hdn.Gr.1.117, 508, ἔ. γίνεται ἀποβολῇ τοῦ «λ» Hdn.Gr.1.108, ἐν ἐκτάσει A.D.Adu.161.8, cf. S.E.M.1.115, Aristid.Quint.79.4, Origenes Mart.46, Sch.Er.Il.3.240a
Ἀττική ἔ. dicho de diversos fenom. fonéticos, atribuidos a una propensión ática a alargar las vocales, A.D.Adu.194.20, Hdn.Gr.2.312.
2 alargamiento morfológico, aumento verbal ἡ ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴ ἔ. Hdn.Gr.2.496
gener. de formas que presentan algún alargamiento forma alargada ἔ. ἐστι λέξις ἐκτεινομένη παρὰ τὸ σύνηθες, οἷον «καλῆσι, θέλησι, δῶσι» Trypho Trop.p.198, cf. Pass.1.13, 2.6
considerada una forma de pleonasmo, Trypho Pass.1.8, Trop.p.198
op. συστολή Trypho Pass.1.10, 3.7.
3 alargamiento del periodo τῇ γὰρ ἐκτάσει καὶ τῷ μήκει πάνυ χαριέντως μεμίμηται ... ἦχον σύριγγος Demetr.Eloc.185, cf. ἔ.· ectasis productio contra naturam ut «italiam fato» cum «Italia» correpte didicebat, Gloss.5.191.41, cf. 358.47.

German (Pape)

[Seite 780] ἡ, die Ausdehnung, Ausspannung, καὶ καμπή Plat. Legg. VII, 795 e; καὶ συναγωγαὶ στρατιᾶς Rep. VII, 526 d; Sp. Bei den Gramm. Verwandlung eines kurzen Vocals in einen langen, Dehnung, s. E. M. p. 302, 20.

French (Bailly abrégé)

ἐκτάσεως (ἡ) :
extension, allongement.
Étymologie: ἐκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτᾰσις: ἐκτάσεως ἡ
1 растягивание, развертывание (συναγωγαὶ καὶ ἐκτάσεις στρατιᾶς Plat.);
2 вытягивание (κώλων Arst.): ἐπὶ μῆκος ἔ. Arst. вытягивание в длину;
3 грам. удлинение, протяжность (τῶν στοιχείων Plut.).

Greek Monolingual

η (AM ἔκτασις)
1. άπλωμα, τέντωμαέκταση τών χειρών»)
2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότηταέκταση επιχειρήσεων, ζημιών»)
νεοελλ.
1. αύξηση διαστάσεως κατά μήκος ή και πλάτος, επιμήκυνση, διεύρυνση
2. (για τον χρόνο) διάρκειαέκταση χρόνου»)
3. διάσταση επιφάνειας, χώρος, περιοχή, εμβαδόνέκταση της πόλης, της πεδιάδας, του οικοπέδου κ.λπ.»)
4. φυσ. η γενική ιδιότητα τών σωμάτων να καταλαμβάνει καθένα ορισμένο χώρο
5. μαθ. οι τρεις διαστάσεις τών σωμάτων, μήκος, πλάτος και ύψος
6. μουσ. το μεταξύ τών δύο άκρων φθόγγων διάστημα
7. ναυτ. η μεταφορά με βάρκα ενός σχοινιού σε απόσταση από το πλοίο για να προσδεθεί στην ξηρά
8. στρ. το βεληνεκές, η έκταση ή δραστικότητα της βολής
9. γραμμ. η μεταβολή βραχέος φωνήεντος σε μακρό
10. ιατρ. παθολογική διεύρυνση αιμοφόρου αγγείου ή κοίλου σπλάγχνου
11. φρ. «εν εκτάσει» — λεπτομερώς, με πολλά λόγια, διά μακρών
αρχ.
1. επέκταση, επαύξηση
2. σαφής, ακριβής εργασία
3. ώθηση, παρόρμηση
4. ανάπτυξη, παράταξη.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτᾰσις: ἐκτάσεως, ἡ, (ἐκτείνω) τέντωμα, ἅπλωμα, συγκάμψαι ἐξ ἐκτάσιος ἐξαίφνης Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· σκέλους, κώλων Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 12, 4, κ. ἀλλ.· ἔκτ. καὶ καμπὴ Πλάτ. Νόμ. 795Ε· ἔκτ. καὶ συναγωγὴ ὁ αὐτ. Πολ. 526D. ΙΙ. ἡ ἔκτασις βραχείας συλλαβῆς εἰς μακράν, Γραμμ.

Greek Monotonic

ἔκτᾰσις: ἐκτάσεως, ἡ (ἐκτείνω), επέκταση, ανάπτυξη, τέντωμα, άπλωμα, εξάπλωση, σε Πλάτ.

Translations

extension

Bulgarian: протягане, разтягане; Catalan: extensió; Danish: forlængelse; Dutch: uitbreiding; Finnish: laajennus, laajentaminen, ekstensio, ojennus; French: extension; German: Ausdehnung, Erweiterung; Hungarian: nyújtás, kinyújtás, tágítás, kitágítás, nyúlás, megnyúlás, tágulás, kitágulás; Italian: proroga, estemsione, estensione; Japanese: 拡張, 拡大, 伸展, 延長; Maori: torohanga; Norwegian Bokmål: utviding, utvidelse, forlengelse, forlenging; Nynorsk: utviding, forlenging; Oriya: ସମ୍ପ୍ରସାରଣ; Persian: گستردن‎, گسترده شدن‎; Polish: rozszerzenie; Portuguese: extensão; Romanian: extindere, extensiune; Russian: расширение, продление; Scottish Gaelic: leudachadh; Spanish: extensión; Vietnamese: sự mở rộng