μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
φλυαρώδης ;; εὐτράπελος ;; ἀπῳδός ;; μάταιος ;; ληρώδης ;; πυλαϊκός ;; μετάρσιος