μετάρσιος
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
English (LSJ)
Dor. πεδάρσιος, ον, also α, ον Hdt.7.188, E.IT27: (μεταίρω):—Ion., poet., and in late Prose, as D.S.3.51, Ocell.3.1, J. AJ6.9.4, Porph. ap. Eus.PE3.9, for μετέωρος,
A raised from the ground, high in air, ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μ. S.Tr.786; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο melted into air, Id.Ant.1009; λόγοι π. θρῴσκουσι are scattered to the winds, A.Ch.846; ὑπὲρ πυρᾶς μ. ληφθεῖς' E.l.c.; μετάρσιον πλευρὰν ἔπαιρε Id.Hec.499; μ. ἀναπτόμενος Ar.Av.1382; ναῦς ἄρμεν' ἔχοισα μ. having her sails hoisted, Theoc.13.68; τὰ μ., = μετέωρα, the sky, heavens, Thphr. Ign.3; but defined as τὰ μεταξὺ τοῦ αἰθέρος καὶ τῆς γῆς, opp. τὰ μετέωρα(= τὰ ἐν οὐρανῷ), Ach.Tat.Intr. Arat.32; πῦρ μ., opp. αἴθριον, D.H.16.1; τὰ μ. also, birds of the air, J. l.c., cf. Porph. l.c.
2 on the high seas, ὅσας δὲ τῶν νεῶν μεταρσίας ἔλαβε [ὁ ἄνεμος] Hdt. l.c.; νῆσος μ. a floating is land, Hecat.305 J.
3 in suspense, ὅσσα Νεῖκος ἔρυκε μετάρσιον Emp.35.9.
II metaph., high above this world, διὰ μούσας καὶ μ. ᾖξα E.Alc.963 (lyr.); μ. ὕμνος IG3.770: in bad sense, puffed up, elated, μ. τὴν ψυχὴν τηρεῖν Vett. Val.340.13; ἡ πάρος ἀγλαΐῃσι μ. AP5.272.1 (Agath.).
2 of things, airy, empty, κόμποι E.Andr.1220 (lyr.).
III in Medic., of the breath, = μετέωρος 1.2, πνεῦμα Hp.Mul.2.130; πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι', οὐ βέβαια (neuter plural as adverb) E.HF1093.
2 of the face, puffed up, swollen, Hp.Mul.2.110.
German (Pape)
[Seite 153] auch 3 Endgn, erhoben, hoch in der Luft u. in die Luft gehoben; ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Trach. 783; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο, spritzten hoch in die Luft aus einander, Ant. 996; μετάρσιον πλευρὰν ἔπαιρε, Eur. Hec. 499; auch ἀγχόναι μετάρσιοι, Mel. 306. Gegensatz von βέβαιος, Herc. Fur. 1093; κόμπος μ., Andr. 1221; πτερωθεὶς βούλομαι μετάρσιος ἀναπτέσθαι, Ar. Av. 1333; auf der hohen See, μετάρσιαι νῆες, Her. 7, 188; – ἀγλαΐῃσι μετ., Agath. 13 (V, 273), stolz, hochmütig (vgl. auch μεταρσία); – τὰ μετάρσια = μετέωρα, Himmelserscheinungen, Plut. Per. 32; vgl. Schol. Plat. Sis. p. 466.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui se tient dans des régions élevées, càd :
1 qui est au haut des airs, dans le ciel;
2 qui est sur la haute mer;
3 placé au haut (d'un bûcher);
II. qui se tient haut ; qui jaillit ou se projette en haut.
Étymologie: μεταίρω.
Russian (Dvoretsky)
μετάρσιος: эол. πεδάρσιος 2 и 3
1 высоко поднявшийся, взлетевший, взвившийся: ἄρμενα μετάρσια Theocr. поднятые паруса; ἐσπᾶτο πέδονδε καὶ μ. Soph. (Геракл) то катался по земле, то вскакивал; μετάρσιοι χολαί Soph. брызнувшая желчь (жертвенного животного); λόγοι πεδάρσιοι Aesch. слова, взлетающие в воздух, т. е. сказанные на ветер; πτερωθεὶς βούλομαι μ. ἀναπτέσθαι Arph. мне хочется крыльев, чтобы взвиться и улететь;
2 находящийся в открытом море (νῆες Her.);
3 тающий в воздухе, т. е. пустой, вздорный (κόμποι Eur.);
4 надменный, гордый (ἀγλαΐῃσι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μετάρσιος: Δωρ. πεδάρσιος, ον, καὶ α, ον, Ἡρόδ. 7. 188, Εὐρ. Ι. Τ. 27· (μεταίρω)· - ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς (οὐδέποτε δὲ ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ), ἀκριβῶς ὡς τὸ μετέωρος, ὑψωμένος ἐκ τοῦ ἐδάφους, ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, Λατ. sublimis, Τραγ. (καίτοι ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸ μόνον ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ): ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος Σοφ. Τρ. 786· μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο, διεσπείροντο εἰς τὸν ἀέρα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1009· οὕτω, λόγοι πεδάρσιοι θρώσκουσι, σκορπίζονται εἰς τοὺς ἀνέμους, Αἰσχύλ. Χο. 816· ὑπὲρ πυρᾶς μεταρσία ληφθεῖσ’ Εὐρ. Ι. Τ. 27· μετάρσιον πλευράν ἔπαιρε ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 499· πτερωθεὶς βούλομαι μ. ἀναπτέσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1382· ναῦς ἄρμεν’ ἔχοισα μετάρσια, ἔχουσα τὰ ἱστία ὑψωμένα, ἀναπεπταμένα, Θεόκρ. 13. 68· - τὰ μ. = μετέωρα, τὰ ἐν τοῖς μεταρσίοις, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, Θεοφρ. π. Πυρ. 3· πῦρ μ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἰθέριον, Διον. Ἁλ. 16. 1. 2) ὡς τὸ μετέωρος Ι. 3, ἔξω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐν τῷ πελάγει, ὅσας δὲ τῶν νεῶν μεταρσίας ἔλαβε ὁ ἄνεμος Ἡρόδ. 7. 188. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἀέρι, ὑπὲρ τὸν κόσμον τοῦτον (πρβλ. μετέωρος Ι. 2), διὰ μούσας καὶ μετάρσιος ᾖξα Εὐρ. Ἄλκ. 963· μ. ὕμνος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 882· ἡ πάρος ἀγλαΐσι μ., ἐπηρμένη, Ἀνθ. Π. 5. 273. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦ ἀέρος, κενός, κόμπος Εὐρ. Ἀνδρ. 1220. ΙΙΙ. παρ’ Ἰατρ., ἐπὶ τῆς πνοῆς, ταχεῖα (πρβλ. Ὁρατ. sublimi anhelitu), Ἱππ. 647. 26· πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι’, οὐ βέβαια (οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ.), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1093· ἐπὶ τοῦ προσώπου, «ἀναμμένος», πυρετώδης, Ἱππ. 638. 31.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μετάρσιος, -ον, θηλ. και -α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, -ον)
αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον
ο εξώστης, το μπαλκόνι
αρχ.
1. εκκρεμής, ασταθής
2. (για πράγματα) μάταιος, κενός («ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται κόμπων μεταρσίων πρόσω», Ευρ.)
3. (με κακή σημασία) υπερήφανος, καυχησιάρης
4. αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα («ὅσας δὲ τῶν νεῶν μεταρσίας ἔλαβε», Ηρόδ.)
5. μτφ. αυτός που υπάρχει πάνω από τον κόσμο, στον αιθέρα
6. (για την αναπνοή) γρήγορη («πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι', οὐ βέβαια», Ηρόδ.)
7. (για το πρόσωπο) α) ξαναμμένο, πυρετικό
β) διογκωμένο, πρησμένο («τὸ πρόσωπον μετάρσιον», Ιπποκρ.)
8. (το πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ μετάρσια
i) τα μετέωρα
ii) αυτά που βρίσκονται στον αέρα, μεταξύ ουρανού και γης
iii) είδος πτηνών τα οποία, σε αντίθεση με τα κατοικίδια, δεν μπορούν να τιθασευθούν.
επίρρ...
μεταρσίως (Α)
ψηλά στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ-άερτος (< μέτ-ᾱρ-τος) του ἀεὶρω (πρβλ. ἀν-άρσιος < ἄν-αρτος), Βλ. και λ. μετέωρος.
Greek Monotonic
μετάρσιος: (μεταίρω), Δωρ. πεδάρσιος, -ον και -α, -ον,
I. 1. αυτός που έχει υψωθεί από το έδαφος, ψηλά στον ουρανό, Λατ. sublimis, στους Τραγ.· λόγοι πεδάρσιοι, σκορπισμένοι στους ανέμους, σε Αισχύλ.· ναῦς ἄρμεν' ἔχοισα μετάρσια, πλοίο με υψωμένα τα πανιά του, σε Θεόκρ.
2. όπως το μετέωρος, II. 2., μακριά μέσα στη θάλασσα, στην ανοιχτή θάλασσα, σε Ηρόδ.
II. 1. μεταφ., στα ουράνια, ψηλά πάνω απ' αυτόν τον κόσμο, σε Ευρ.
2. λέγεται για πράγματα, αέρινο, άδειο, στον ίδ.
III. στην ιατρική, λέγεται για την αναπνοή, ταχεία, γρήγορη.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: raised in high, (Ion. ) Att. for it: μετέωρος (Capelle Phil. 71, 449ff.);
Other forms: Dor. πεδάρσιος (A., Ar.).
Derivatives: μεταρσιόω raise on high (Ion.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formation like ἀνάρσιος (: *ἄν-αρτος; Frisk Adj.priv. 7), ἀμβρόσιος (: ἄμ-βροτος) etc., so from *μετ-άερτος > *μέτ-αρ-τος (Wackernagel KZ 28, 131 = Kl. Schr. 1, 613) to μετ-αείρω, -αίρω. Cf. μετέωρος.
Middle Liddell
μετάρσιος, δοριξ πεδάρσιος, ον μεταίρω
I. raised form the ground, high in air, Lat. sublimis, Trag.; λόγοι πεδάρσιοι scattered to the winds, Aesch.; ναῦς ἄρμεν' ἔχοισα μετάρσια a ship having her sails hoisted, Theocr.
2. like μετέωρος II. 2, on the high sea, out at sea, Hdt.
II. metaph. in air, high above this world, Eur.
2. of things, airy, empty, Eur.
III. in Medic., of the breath, high, quick.
Frisk Etymology German
μετάρσιος: (ion. poet.),
{metársios}
Forms: dor. πεδάρσιος (A., Ar.)
Meaning: ‘empor-, in die Höhe gehoben’, att. dafür μετέωρος (Capelle Phil. 71, 449.ff.);
Derivative: davon μεταρσιόω in die Höhe heben (ion.).
Etymology: Bildung wie ἀνάρσιος (: *ἄναρτος; Frisk Adj.priv. 7), ἀμβρόσιος (:ἄμ—βροτος) usw., somit von *μετάερτος > *μέταρτος (Wackernagel KZ 28, 131 = Kl. Schr. 1, 613) zu μεταείρω, -αίρω. Vgl. μετέωρος.
Page 2,218
English (Woodhouse)
elevated, hanging in air, hanging in the air, high in air, high in the air, hovering in air, poised in air, raised in air, raised in the air, suspended in air
Mantoulidis Etymological
(=κρεμασμένος, ὑψωμένος). Ἀπό τό μεταίρω = μετά + αἴρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.