преступать
From LSJ
οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
Russian > Greek
παραπηδάω ;; προσαμαρτάνω ;; παρέξειμι ;; παρεκβαίνω ;; παρεξέρχομαι ;; ὑπερτρέχω ;; περάω
οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
παραπηδάω ;; προσαμαρτάνω ;; παρέξειμι ;; παρεκβαίνω ;; παρεξέρχομαι ;; ὑπερτρέχω ;; περάω