παρεκβαίνω

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκβαίνω Medium diacritics: παρεκβαίνω Low diacritics: παρεκβαίνω Capitals: ΠΑΡΕΚΒΑΙΝΩ
Transliteration A: parekbaínō Transliteration B: parekbainō Transliteration C: parekvaino Beta Code: parekbai/nw

English (LSJ)

A step aside from, deviate from, c. gen., δικαίου Hes. Op.226; τοῦ εὖ Arist.EN1109b19; τῆς ἀρετῆς Id.Pol.1325b6; π. τῆς ἀριστοκρατίας ἡ τάξις ib.1273a21; τοῦ καθήκοντος Plb.12.7.1; π. ἐκ τοῦ γένους Arist. GA767b6; ἐκ τῆς τάξεως Plb.8.26.8; ἀπὸ τῶν κρειττόνων Procl.Inst.124.
2 c. acc., overstep, transgress, Διὸς σέβας A.Ch.645 (lyr.); τὰ πάτρια Arist.Pol.1310b19; ἐπὶ μικρὸν π. τὸ τῆς πολιτείας εἶδος Id.EN1160b20; τὴν φύσιν Id.GA771a12; ῥίς ἐστι παρεκβεβηκυῖα τὴν εὐθύτητα Id.Pol.1309b23; τὸν κοινὸν νοῦν Phld.Po. 5.15; ποταμοῦ -βάντος τὸ ῥεῖθρον Thphr. HP 3.1.5.
3 abs., deviate, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων Arist.EN1126a35; αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι Id.Pol.1275b1; opp. ὀρθαὶ [πολιτεῖαι], ib.1282b13; π. ἐς ἃ μὴ θέμις APl.4.243 (Antist.); prob.l. in Ph.Bel.61.49, 62.51.
II make a digression, ὅθεν παρεξέβημεν Arist.EN1095b14; περί τινος Id.PA658b11; ἀπό τινος Plb.4.9.1, al.; εἰς ταῦτα Id.6.50.1.

German (Pape)

[Seite 513] (s. βαίνω), daneben weg-, darüber binausschreiten, d. i. überschreiten, καὶ μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου, Hes. O. 224, wie τοῦ καθήκοντος, seine Pflicht verletzen, Pol. 12, 8, 1; u. c. accus., τὸ πᾶν Διὸς σέβας παρεκβάντες, Aesch. Ch. 635; τὰ νενομισμένα, Plut. Num. 9; absol., über das Maaß hinausgehen, Arist. eth. 4, 5 u. öfter; – abschweifen, bes. in der Rede, ἡμεῖς δὲ λέγωμεν, ὅθεν παρεξέβημεν Arist. eth. 1, 5, u. öfter; ἀπὸ τούτων, Pol. 4, 9, 1 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

1 aller au delà en s'écartant de, s'écarter de, au propre avec ἔκ τινος, fig. gén. ou acc.;
2 abs. faire une digression en parlant.
Étymologie: παρά, ἐκβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκβαίνω overtreden; met acc.:; Διὸς σέβας παρεκβάντος de majesteit van Zeus schendend Aeschl. Ch. 645; τῶν βασιλέων παρεκβαινόντων τὰ πάτρια doordat de koningen de traditionele regels overtraden Aristot. Pol. 1310b19; abs.: παραβεβηκυῖαι (πολιτεῖαι) ontaarde staatsvormen Aristot. Pol. 1275b1. afwijken; met gen.:; παρεκβαίνουσι δικαίου zij wijken af van het rechtvaardige Hes. Op. 226; παρεκβαίνει δὲ τῆς ἀριστοκρατίας ἡ τάξις τῶν Καρχηδονίων de staatsinrichting van Carthago wijkt af van de aristocratie Aristot. Pol. 1273a21; overdr.: λέγωμεν ὅθεν παρεξέβημεν laten we verdergaan bij het punt waar we zijn afgedwaald Aristot. EN 1095b14.

Russian (Dvoretsky)

παρεκβαίνω:
1 уходить в сторону, отступать, отклоняться (περί и ἔκ τινος Arst.; τινός и ἀπό и ἔκ τινος Polyb.; ἡμεῖς δε λέγωμεν ὅθεν παρεξέβημεν Arst.): μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου Hes. (кто) ни в чем не отступает от справедливости;
2 преступать, нарушать (Διὸς σέβας Aesch.; τὸ πολιτείας εἶδος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεκβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἐξέρχομαι κατὰ μέρος ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, μετὰ γεν., δικαίου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 224· τοῦ εὖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 9, 8· τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 3, 5· τῆς ἀριστοκρατίας π. ἡ τάξις αὐτόθι 2. 11, 8· ὡσαύτως, π . ἐκ τοῦ γένους ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 2· ἐκ τῆς τάσεως Πολύβ. 8. 28, 8. 2) μετ’ αἰτ., παραβαίνω, Διὸς σέβας Αἰσχύλ. Χο. 645· τὰ πάτρια Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 5· τὸ πολιτείας εἶδος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 10, 3· τὴν φύσιν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 17· ἡ ῥὶς π. τὴν εὐθύτητα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9. 7. 3) ἀπολ., παρεκτρέπομαι, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 13· ἐπὶ μικρὸν π. αὐτόθι 8. 10, 3· αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι (ἴδε παρέκβασις) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 9, καὶ ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθαὶ [πολιτεῖαι] αὐτόθι 3. 11, 21· π. ἐς ἃ μὴ θέμις Ἀνθ. Πλαν. 243. ΙΙ. ἐξέρχομαι τοῦ προκειμένου, ὅθεν παρεξέβημεν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 1· περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· τινὸς ἢ ἀπό τινος Πολύβ. 12. 8, 1., 4. 9, 1.

Greek Monolingual

ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α εκβαίνω
1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι
2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ
3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα της ομιλίας ή του συγγράμματος, κάνω παρέκβαση
αρχ.
υπερβαίνω, παραβαίνω, παρανομώ («τὸ πᾶν Διὸς σέβας παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

παρεκβαίνω: μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ παρεξέβην·
1. με γεν., ανοίγω το βήμα μου μακριά από, απομακρύνομαι από, σε Ησίοδ., Αριστ.
2. με αιτ., υπερβαίνω, παραβιάζω, σε Αισχύλ., Αριστ.
3. απόλ., παρεκτρέπομαι, σε Αριστ.· κάνω παρέκβαση, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι aor2 παρεξέβην
1. c.gen. to step out aside from, deviate from, Hes., Arist.
2. c. acc. to overstep, transgress, Aesch., Arist.
3. absol. to deviate, Arist.: to make a digression, Arist.