Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
ητο ακάθαρτο κατακάθι λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. amurca ή < αρχ. ἀμόργη].