blustering
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Tempestuous: P. χειμέριος, Ar. and V. δυσχείμερος, V. λαβρός, δυσκύμαντος.
Boastful: P. ὑπερήφανος, Ar. and P. ἀλαζών, V. ὑψήγορος, στόμαργος; see boastful.