ὑπερήφανος

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερήφᾰνος Medium diacritics: ὑπερήφανος Low diacritics: υπερήφανος Capitals: ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ
Transliteration A: hyperḗphanos Transliteration B: hyperēphanos Transliteration C: yperifanos Beta Code: u(perh/fanos

English (LSJ)

ὑπερήφανον, Dor. ὑπεράφανος Pi.P.2.28, B.16.49:—mostly in bad sense,
A proud, overweening, arrogant, haughty Hes.Th.149, Pi., B. ll. cc., A.Pr. 405 (lyr.), Isoc.12.196, D.4.9, Phld.Vit.p.10 J., etc.; Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται LXX Pr.3.34; ὑβρισταὶ καὶ ὑ. Arist.Rh.1390b33; ὑπερηφανώτεροι.. καὶ ἀλογιστότεροι ib.1391a33; οἰκίαι ὑπερηφανώτεραι D.13.30. Adv., ὑπερηφάνως ἔχειν = bear oneself proudly, Pl.R. 399b, Tht.175b; ὑπερηφάνως ζῶντες living sumptuously, prodigally, Isoc.4.152, Pl.Lg.691a; ὀψωνεῖν.. οὐχὶ μετρίως... ἀλλ' ὑπερηφάνως Diph.32.20; of a dish, ὑ. ὄζειν Alex.261.6 (but also, insolently, brutally, μαστιγοῦν τινα prob. in PCair.Zen.80.4 (iii B. C.)).—This sense appears in Hom. in the part. ὑπερηφανέων (q.v.).
2 rarely in good sense, magnificent, splendid,

German (Pape)

[Seite 1196] sich über Andere erhebend, über Andern erscheinend, Sp., vgl. ὑπερηφανής. – Übertr., darüber hervorragend, ausgezeichnet, σοφία, Plat. Phaed. 96 a Gorg. 511 e; – gew. im tadelnden Sinne, sich übermütig erhebend, hochmütig, hoffärtig, stolz, ὑπερήφανα τέκνα, von den hundertarmigen Söhnen der Erde, Hes. Th. 149; ἀυάταν ὑπεράφανον, Pind. P. 2, 28; ὑπερήφανον θεοῖς τοῖς πάρος ἐνδείκνυσιν αἰχμάν, Aesch. Prom. 403; Plat. Men. 90 a; adv., ὑπερηφάνως ζῶντες, im Gegensatz von ταπεινῶς, Isocr. 4, 152; vgl. Plat. Legg. III, 691 a; Plut. Thes. 16; ὑπερηφάνως ἔχειν, übermütig sein, Plat. Theaet. 175 b; im guten Sinne, ὑπερηφάνως ἀγωνίζεσθαι, Plut. Ages. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 magnifique, splendide;
2 fier, orgueilleux, méprisant, dédaigneux ; τὸ ὑπερήφανον PLUT l'orgueil;
Cp. ὑπερηφανώτερος, Sp. irrég. ὑπερηφανέστατος.
Étymologie: ὑπέρ, φαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερήφανος:
1 великолепный, блистательный, выдающийся (σοφία Plat.; πράξεις Plut.);
2 высокомерный, надменный, презрительный, Hes., Pind., Aesch., Isocr., Arst., Dem. etc.;
3 роскошный, пышный (οἰκίαι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερήφᾰνος: -ον, πιθαν. ἀντὶ ὑπερφανής, παρεισαχθέντος τοῦ η Ἐπικῶς (πρβλ. ἐλαφηβόλος, νεηγενής), ὁ δεικνύων ἑαυτὸν ὑπεράνω τῶν ἄλλων· 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας ὡς καὶ νῦν, ὑπέρφρων, ὑπεροπτικός, ἀγέχωρος, ἀλαζονικός, κοινῶς «περήφανος», «φανταγμένος», Ἡσιόδ. Θεογ. 149, Πινδ. Π. 2. 52, Αἰσχύλ. Πρ. 402, Ἰσοκρ. 274Β, Δημ. 42. 27· ὑβρισταὶ καὶ ὑπ. Ἀριστ. Ρητορ. 2. 16. 1· ὑπερηφανώτεροι... καὶ ἀλογιστότεροι αὐτόθι 17. 6· οἰκίαι ὑπερηφανώτεραι Δημ. 175. 10· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ὑπερηφάνως ἔχειν, φέρεσθαι ὑπερηφάνως, ἀλαζονικῶς, Πλάτ. Πολ. 399Β, Θεαίτ. 175Β· ὑπ. ζῆν, ζῆν βίον ὑπερήφανον, δαπανηρόν, ἄσωτον, Ἰσοκρ. 72D, Πλάτ. Νόμ. 691Α· ὀψωνεῖν... οὐχὶ μετρίως…, ἀλλ’ ὑπερηφάνως Δίφλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 20· ἐπὶ ἐδέσματος, ὑπ. ὄζειν Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 1. 6. - Ἡ σημασία αὕτη φαίνεται παρ’ Ὁμήρ. ἐν τῇ μετοχῇ ὑπερηφανέων. 2) σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, λαμπρός, μεγαλοπρεπής, σοφία, ἔργον Πλάτ. Φαίων 96Α, Συμπ. 217Ε· ὑπ. τι ὁ αὐτ. Γοργ. 511D· πράξεις ὑπ. τὸ μέγεθος Πλουτ. Φάβ. 26· ποτήρια χρυσᾶ…, ὑπερήφανα Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 5. 3. - Ἐπίρρ. -νως, Πλουτ. Ἀγησ. 34. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερήφανος· πάσῃ κακίᾳ ἀντίκειται ἀρετή, τῇ λαγνείᾳ ἡ σωφροσύνη, τῇ λαιμαργίᾳ ἡ ἐγκράτεια, κτλ. ... τῷ δὲ τύφῳ μόνῳ οὐκ ἀντίκειται ἀρετὴ διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν κακίαν, ἑαυτὸν δὲ ἀντέταξεν ὁ θεὸς· κύριος γὰρ ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται. καὶ ὁ προφήτης (Ψαλμ. ΟΓϳ, 4) ‘ἔπαρον τὰς χεῖράς σου ἐπὶ τὰς ὑπερηφανίας αὐτῶν’, καὶ (ϛΓ΄, 2) ἀπόδος ἀνταπόδοσιν τοῖς ὑπερηφάνοις» ... καὶ Αἰλιανὸς ‘οἱ δὲ ἔκειντο θέαμα ἔνδοξόν τε καὶ ὑπερήφανον’, ἀντὶ τοῦ περίβλεπτον. ὑπερήφανος καὶ ὁ λαμπρὸς· Αἰλιανὸς ‘καὶ στρωμναῖς ὕφει τινὶ ὑπερηφάνῳ κεκοσμημέναις»· -«ὑπερήφανον πολύ· πάντων τῶν τοίχων κεκονιαμένων εἰς ὕψος ὑπερήφανον’» ὁ αὐτ.

English (Strong)

from ὑπέρ and φαίνω; appearing above others (conspicuous), i.e. (figuratively) haughty: proud.

English (Thayer)

(ὑπερλίαν) (formed like ὑπεράγαν, ὑπέρευ), and written separately ὑπέρ λίαν (so R Tr (cf. Winer's Grammar, § 50,7 Note; Buttmann, § 146,4)), over much; pre-eminently: οἱ ὑπερλίαν ἀπόστολοι, the most eminent apostles, 2 Corinthians 12:11.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερήφανος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, -ον, Α
(με θετ. και αρνητική σημ.)
1. (για πρόσ.) περήφανος
2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία.
επίρρ...
υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ
με υπερήφανο τρόπο
αρχ.
1. (σπάν. με θετ. σημ.) με μεγαλοπρέπεια
2. φρ. «ὑπερηφάνως ζῶ» — διάγω άσωτο, δαπανηρό βίο (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος είναι σύνθ. με α' συνθετικό την πρόθεση ὑπέρ και εμφανίζει συνδετικό φωνήεν -η-, πιθ. αναλογικά προς το ὑπερήνωρ, ενώ παραμένει δυσερμήνευτο το β' συνθετικό της λ., για το οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Κατά μία άποψη, το β' συνθετικό έχει προέλθει από το ρ. φαίνομαι, οπότε η λ. ὑπερήφανος έχει τη σημ. «αυτός που φαίνεται, που προβάλλεται πάνω από τους άλλους». Κατ' άλλους, το επίθ. ὑπερήφανος έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον ομηρικό τ. ὑπερηφανέοντες (για τη μορφή του τ. πρβλ. ὑπερηνορέοντες), ο οποίος έχει προέλθει — με παρετυμολογική επίδραση του ρ. φαίνομαι — από αμάρτυρο τ. ὑπερηφενέοντες, εκτεταμένο τ. ενός ὑπερηφενής (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής) με σημ. «πολύ πλούσιος», σύνθετου από το ὑπέρ και τη λ. ἄφενος
«πλούτος». Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. προήλθε από έναν τ. ὑπερηφών, σχηματισμένο αναλογικά προς το ομηρ. κατηφών, παρλλ. τ. του κατηφής.

Greek Monotonic

ὑπερήφᾰνος: -ον, πιθ. από το ὑπερ-φανής, παρεμβαλλομένου και του η·
1. με αρνητική σημασία, υπερφίαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, υπερόπτης, ψωροπερήφανος, φαντασμένος, σε Ησίοδ., Αισχύλ., Δημ.· οἰκίαι ὑπερηφανώτεραι, σε Δημ.· ομοίως ως επίρρ., ὑπερηφάνως ἔχειν, υπεροπτική, αλαζονική συμπεριφορά, σε Πλάτ.· ὑπερήφανος ζῆν, ζω άσωτα, σπάταλα, σε Ισοκρ.
2. με θετική σημασία, μεγαλοπρεπής, έξοχος, θαυμάσιος, λαμπρός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὑπερ-ήφᾰνος, ον, [prob. for ὑπερφανής, η being inserted.]
1. in bad sense, overweening, arrogant, haughty, Hes., Aesch., Dem.; οἰκίαι ὑπερηφανώτεραι Dem.;—so in adv., ὑπερηφάνως ἔχειν to bear oneself haughtily, Plat.; ὑπ. ζῆν to live prodigally, Isocr.
2. in good sense, magnificent, splendid, Plat.

Frisk Etymology German

ὑπερήφανος: {huperḗphanos}
Forms: dor. (Pi., B.) -άφανος, Adv. -ηφάνως
Meaning: überheblich, hochmutig, hoffärtig, selten in gutem Sinn hervorragend (Hes., Pi., B., A. Pr. 405 [lyr.], att. Prosa usw.).
Derivative: Davon ὑπερηφανία, -ίη (καθ-) f. Hochmut, Übermut (Sol., att. Prosa usw.). Erweiterte Form ὑπερηφανέοντες m. pl.’übermütig’ (Λ 694), nach ὑπερηνορέοντες u.a. (Risch ̨ 111b, Chantraine Gramm. hom. 1, 349). Denominativum ὑπερηφανέω (auch -εύω), vereinzelt mit καθ-, ἀνθ-, übermütig sein, behandeln (hell. u. sp.).
Etymology : Herkunft unklar. Wegen der expressiven Bed. ist mit Umbildungen zu rechnen, wodurch der Etymologe einen weiten Spielraum erhält. Der Komp.vokal -η- kann von ὑπερήνωρ u.a. stammen; der Ausgang -ανος kann auch suffixal sein. —Mehrere Hypothesen: Für Anknüpfung an φαίνομαι Bechtel Lex. s. ὑπερηφανέω. An Ableitung von *ὑπερήφων nach κατηφόνες (Ω 253 = κατηφέες) denkt Schwyzer 489 A. 14. Nach Leumann Hom. Wörter 116 A. 83 wäre ein urspr. *ὑπερηφενέοντες aus *ὑπερηφενής überreich (wie εὐηφενής zu ἄφενος) zu ὑπερηφανέοντες volksetymologisch umgebildet, wozu als Rückbildung ( ? ) ὑπερήφανος. — Ältere Lit. bei Bq.
Page 2,968

Chinese

原文音譯:Øper»fanoj 虛胚雷-法挪士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:在上-顯出(的) 相當於: (זֵד‎) (יָרוּם‎ / יָרַם‎ / רוּם‎ / רָם‎ / רָמַם‎)
字義溯源:顯示自己超過別人,狂傲,驕傲的人,狂傲的人,狂傲的;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(φαίνω)=發光)組成,其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)。比較: (ἀλαζονεία)=自誇
出現次數:總共(5);路(1);羅(1);提後(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 驕傲的人(2) 雅4:6; 彼前5:5;
2) 狂傲(1) 提後3:2;
3) 狂傲的(1) 羅1:30;
4) 狂傲的人(1) 路1:51

English (Woodhouse)

boastful, haughty, proud, conceited, puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀντί ὑπερφανής (ὑπέρ + φαίνω). Πιθανόν νά συγγενεύει μέ τό ὑπερφίαλος (ὑπέρ + ϝφίαλος). Τό η εἶναι ἀπό ἐπίδραση τῶν σύνθ.: ὑπερήνωρ, ὑπερήνεμος κ.λπ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑπερηφανῶ, ὑπερηφανία, ὑπερηφάνως.

Translations

boastful

Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам

magnificent

Arabic: عَظِيم‎, رَائِع‎; Moroccan Arabic: عضيم‎, فن‎; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند‎; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike

conceited

Arabic: مَغْرُور; Bengali: আত্মাভিমানী; Bulgarian: суетен, надут; Catalan: presumptuós; Chinese Mandarin: 自大, 狂妄, 囂張, 嚣张; Danish: indbildsk; Dutch: verwaand; Esperanto: vanta; Finnish: turhamainen, itsekäs; French: vain, vaniteux, orgueilleux, suffisant, prétentieux; German: eingebildet, prätentiös, eitel, selbsteingenommen, blasiert; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: αὐτάγητος, γαῦρος, δυσαυχής, ἔνδοξος, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, μεγαλόφρων, οἰηματίας, πέρπερος, ὑπερήφανος, ὑπεροπεύς, ὑπερόπτης, ὑπεροπτικός, ὑπερόπτις, χαῦνος; Hungarian: beképzelt, önhitt, öntelt, önelégült, elbizakodott; Irish: stráiciúil, leitheadach, postúil, mórchúiseach, mustrach, mórálach, anbharúlach, postúil; Latvian: iedomīgs, uzpūtīgs; Maori: whakapehapeha; Norman: ordgilleux; Norwegian Bokmål: innbilsk; Occitan: bufaire, espompit, morrelevat, vanitós, orgulhós; Portuguese: convencido; Romanian: înfumurat; Russian: самодовольный, тщеславный; Scottish Gaelic: mòr às fhèin; Spanish: presuntuoso; Tagalog: alangas; Ukrainian: марнославний