transgress

From LSJ
Revision as of 10:07, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV5)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 888.jpg

v. trans.

P. and V. παραβαίνειν, ὑπερβαίνειν, συγχεῖν, P. λύειν, διαλύειν, παρέρχεσθαι, ὑπερπηδᾶν, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.

Transgress the law: P. παρανομεῖν (absol.), or νόμον παρανομεῖν.

Absol., sin: P. and V. ἁμαρτάνειν, ἐξαμαρτάνειν, ἀδικεῖν, ἀσεβεῖν, κακουργεῖν, πανουργεῖν, πλημμελεῖν, V. ἀμπλακεῖν (2nd aor.), δυσσεβεῖν, P. παρανομεῖν.