transgress
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. παραβαίνειν, ὑπερβαίνειν, συγχεῖν, P. λύειν, διαλύειν, παρέρχεσθαι, ὑπερπηδᾶν, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.
Transgress the law: P. παρανομεῖν (absol.), or νόμον παρανομεῖν.
Absol., sin: P. and V. ἁμαρτάνειν, ἐξαμαρτάνειν, ἀδικεῖν, ἀσεβεῖν, κακουργεῖν, πανουργεῖν, πλημμελεῖν, V. ἀμπλακεῖν (2nd aor.), δυσσεβεῖν, P. παρανομεῖν.