betroth
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. ἐκδιδόναι (also mid.), συνοικίζειν, ἐγγυᾶν, V. κατεγγυᾶν, νυμφεύειν, μνηστεύειν, ἁρμόζειν.
Have betrothed to one: P. ἐγγυᾶσθαι (acc.).
Creon announces that he will betroth me to him who should discover the riddle of the wise maiden: V. Κρέων . . . κηρύσσει ὅστις σοφῆς αἴνιγμα παρθένου μάθοι τούτῳ συνάψειν λέκτρα (Eur., Phoen. 47).