undermine
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Ar. and P. διορύσσειν, P. and V. κατασκάπτειν, συγκατασκάπτειν.
He undermines and prises open the door: V. σκάπτει μοχλεύει θύρετρα (Eur., H. F. 999).
Met., P. διορύσσειν, Ar. and V. ὑπέρχεσθαι.
Our position has been undermined in our several cities: P. διορωρύγμεθα κατὰ πόλεις(Dem. 118).