insuperable
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.). Unconquerable: P. and V. δύσμαχος (Plat.), ἀνίκητος, V. δυσπάλαιστος, Ar. and P. ἄμαχος (Plat.); see unconquerable.
Spanish > Greek
ἀνυπέρβατος, ἀνυπέρβλητος, ἄπορος, δυσκαταπάλαιστος, ἀνυπέρεκτος, ἀνεπίθετος, ἀπαρεγχείρητος, ἄφθαστος