Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
subs.
P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἐπιχείρησις, ἡ. ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ. A murderous onslaught: V. θανάσιμον χείρωμα (Soph., O.R. 560).