εἰσβολή
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ἡ, (εἰσβάλλω II)
A inroad, invasion, Hdt.6.92, E.Ion722 (lyr.), etc.; ποταμῶν Plb.4.40.9; διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1; εἰσβολὴν ποιεῖσθαι τῇ πόλει Th.8.31 codd.; irruption of false opinions, Polystr.p.19W.; of an illness, attack, Aret.SD2.12, CA1.1.
2 entrance, pass, εἰσβολὴ ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον Hdt.2.75; ἡ εἰσβολὴ ἡ Ὀλυμπική = the pass of Mount Olympus, Id.7.172, cf. Th.3.112; Συμπληγάδων εἰσβολή E.Med.1264(lyr.): pl., εἰσβολαί of Thermopylae, Hdt.7.176, cf. 1.185, 2.141, Jul.Or.2.98b.
b pl., εἰσβολαί = mouth of a river, v.l. for ἐκβολή in Hdt.7.182.
3 entering upon a thing, beginning, καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων E.Supp.92; εἰσβολὴ στεναγμάτων Id.Ion677(lyr.); σοφισμάτων Ar.Ra.1104; κανόνων ib.956; proem, preface, of a play, Antiph.191.20, cf. D.H.Lys.17 (pl.), Longin.38.2.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσβολή Hdt.1.185, 2.141, E.Supp.92, Th.7.18; ἐσβολά E.Io 722
I ref. lugares
1 entrada natural, vía de acceso, paso, desfiladero ἐ. ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα Hdt.2.75, de las Termópilas como puerta de entrada a Grecia, Hdt.7.176, Iul.Or.3.98b, τῆς χώρης τῇ αἵ τε ἐσβολαὶ ἦσαν Hdt.1.185, δεῖ φυλάσσεσθαι τὴν ἐσβολὴν τὴν Ὀλυμπικήν Hdt.7.172, cf. Th.3.112, X.HG 6.2.1, ἐ. ... ἥ ἐστι μεταξὺ δυοῖν λόφοιν στενή Th.4.127, τηρεῖν ... τὰς εἰσβολάς Ar.Ach.1075, ἡ δὲ εἰ. ἦν ὁδὸς ἁμαξιτὸς ὀρθία X.An.1.2.21, προαποπληρώσαντες τάς τε εἰσβολάς en una ciudad, Aen.Tact.2.2, αἱ εἰς τὴν χώραν εἰσβολαί Plb.2.65.6, cf. Ctes.1b.2.3, Ph.2.119, ἐν τῇ εἰσβολῇ τῇ πρὸς θάλατταν τοῦ ὄρους I.AI 2.325, αἱ ἐκ τῆς Κελτικῆς εἰς τὴν Τυρρηνίαν εἰσβολαί Str.5.2.9, ἡ εἰ. στενόπορος Polyaen.7.27.1, εἰσβολαὶ τοῦ περιβόλου ref. al recinto sagrado de Eleusis, Aristid.Or.22.7
•sent. abstr. vía de entrada, forma de entrar εἰσβολαὶ δὲ καὶ ὁδοὶ δύο τῆς πολιτείας εἰσίν hay dos vías de entrada en la política Plu.2.804c, διὰ ξύλου σταυροῦ ... ἡ εἰ. τοῦ παραδείσου Cosm.Ind.Top.2.95.
2 mar. estrecho, canal de entrada, embocadura de un puerto Συμπληγάδων πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν E.Med.1264, θάψαι μ' ἐπ' αὐτῷ τῷ στόματι τῆς εἰσβολῆς Ar.Ec.1109, κόλπος ἕτερος βαθύτατος, οὗ κατὰ τὴν εἰσβολὴν ἐν δεξιοῖς ἄμμος ἐστίν Peripl.M.Rubri 5.
3 umbral, puerta, acceso en edificios τῶν ἀλφίτων de los lugares donde se almacenaba el trigo que entraba en Atenas, Ar.Eq.857, cf. Sud., del Tabernáculo, Cyr.Al.M.68.665A.
II fig.
1 entrada, principio, comienzo στεναγμάτων E.Io 677, λόγων E.Supp.92, σοφισμάτων Ar.Ra.1104
•lit. prólogo (ἐν τοῖς δράμασιν) Antiph.189.21, τῶν λόγων D.H.Lys.17.1, ὁ δ' εὐθὺς ἐν τῇ εἰσβολῇ ταῦτα τίθησιν Longin.38.2, ἡ εἰ. τοῦ ἐν Μυρμιδόσι προλόγου Str.13.1.70, ἐπαινεῖται δὲ ἡ εἰ. διὰ τὸ παθητικῶς ἄγαν ἔχειν E.Med.argumen.a.30.
2 introducción, fundamento λεπτῶν τε κανόνων εἰσβολάς (enseñar) los fundamentos de sutiles reglas del arte dramático, Ar.Ra.956.
III abstr., c. mov.
1 milit. invasión o incursión κεχαραγμένος τοῖσι Ἀθηναίοισι διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1, cf. 6.92, ἡ ἐς τὴν Ἀττικὴν εἰ. Th.l.c., ὑπομεῖναι τὰς εἰσβολάς Isoc.6.47, cf. 56, Luc.Alex.27, ἀποτεθνήκει ἐν τῇ εἰσβολῇ Oenom.4
•fig. acceso violento, asalto, ataque τούτων (sc. τῶν ψευδῶν δοξῶν) Polystr.Contempt.20.25, esp. frec. en medic., de algunos síntomas de la enfermedad, Aret.SD 2.12.4, Orib.Eup.3.7.21, τῶν πυρετῶν Gal.7.322, Hippiatr.34.27, τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CA 1.1.12, Gal.9.468, 646, ref. a la aceleración del pulso, Gal.9.372, a un ataque de escalofríos, Gal.11.800.
2 avenida, aluvión de ríos τῆς δὲ τῶν ποταμῶν εἰσβολῆς ἐπικρατούσης Plb.4.40.9.
German (Pape)
[Seite 741] ἡ, der Einfall, Angriff; Eur. Ion 722; Her. 6, 92; ἐς χώρην 7, 1; Thuc. oft u. A. Vom Fieber, Anfall, Medic. – Der Eingang, Zugang, Paß; ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα Her. 2, 75; von den Thermopylen 7, 207; Xen. An. 1, 2, 21 u. A. – Einfluß oder Mündung eines Flusses, Her. 7, 182; Pol. 4, 40, 9. – Eingang einer Rede oder Schrift, Rhett. Aehnl. Ar. εἰσβολαὶ γάρ εἰσι πολλαὶ χ' ἅτεραι σοφισμάτων Ran. 1104; Eur. Suppl. 103 Ion 677; Antiphan. Ath. 6, 223 a.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
ion. et anc. att. ἐσβολή;
1 invasion, attaque;
2 entrée ; passage ; particul. embouchure d'un fleuve.
Étymologie: εἰς, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσβολή: ион. и староатт. ἐσβολή, дор. εἰσβολά ἡ
1 вторжение, нападение (εἰς χώραν τινά Her., Thuc., Xen.; ξενικός Eur.): εἰσβολαὶ σοφισμάτων Arph. софистические приемы;
2 вход, проход, доступ (ἐκ τῆς Μακεδονίης ἐς Θεσσαλίην Her.; ἀμήχανος Xen.);
3 место впадения, устье (τῶν ποταμῶν Polyb.);
4 вступление, начало (εἰσβολαὶ γὁων, v.l. λόγων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσβολή: ἡ, (εἰσβάλλω ΙΙ) τὸ εἰσβάλλειν, εἰσβολή, εἰσόρμησις, Ἡρόδ. 6. 92, Εὐρ., κλ.· διὰ τὴν ἐς Σάρδεις ἐσβολὴν Ἡρόδ. 7. 1· ἐσβ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Θουκ. 8. 31· ἐπὶ ἀσθενείας, προσβολή, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. 2) εἴσοδος, διάβασις, πέρασμα, ἐσβ. ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς τὸ πεδίον Ἡρόδ. 2. 75· ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, ἡ διάβασις τοῦ Ὀλύμπου, ἡ δίοδος, ὁ αὐτ. 7. 173, ἴδε Arnold Θουκ. 3. 112· Συμπληγάδων εἰσβολὴ Εὐρ. Μήδ. 1264: - οὕτως ἐν τῷ πληθ., περὶ τῶν Θερμοπυλῶν, Ἡρόδ. 1. 176, πρβλ. 1. 185., 2. 141. β) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τὸ στόμιον ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 7. 182, Πολύβ. 4. 40, 9· πρβλ. ἐκβολή. 3) εἴσοδος εἴς τι πρᾶγμα οἱονδήποτε, ἀρχή, καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων Εὐρ. Ἱκ. 92· ἐσβ. στεναγμάτων ὁ αὐτ. Ἴων 677· σοφισμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1104· προοίμιον, πρόλογος δράματος, Ἀντιφάνης ἐν «Ποιήσει» 1. 20, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ.
Greek Monolingual
η (AM εἰσβολή, Α και ἐσβολή)
επίθεση εχθρική, έφοδος («διὰ τὴν ἐς Σάρδεις ἐσβολήν»)
νεοελλ.
αιφνίδια, απροσδόκητη είσοδος ή εμφάνιση
μσν.
τοποθέτηση
αρχ.
1. (για νερό) εισροή
2. (για αρρώστια) προσβολή
3. συρροή λαθεμένων γνωμών
4. είσοδος, δίοδος
5. (για ποταμό στον πληθ.) εκβολές
6. αρχή, έναρξη
7. πρόλογος, προοίμιο.
Greek Monotonic
εἰσβολή: ἡ (εἰσβάλλω II),
1. επιδρομή, εισβολή, επίθεση, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. είσοδος, πέρασμα, δίοδος, ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, η διάβαση του Ολύμπου, σε Ηρόδ.· στενό, ισθμός, σε Ευρ.· ομοίως στον πληθ., λέγεται για τις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.· στον πληθ. επίσης, το στόμιο του ποταμού, στον ίδ.
3. είσοδος, άνοιγμα σε κάτι, αρχή, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
εἰσβολή, ἡ, εἰσβάλλω II]
1. an inroad, invasion, attack, Hdt., Eur.
2. an entrance, pass, ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική the pass of Mount Olympus, Hdt.: a strait, Eur.:—so in plural, of Thermopylae, Hdt.:—in pl. also, the mouth of a river, Hdt.
3. an entering into a thing, a beginning, Eur., Ar.
English (Woodhouse)
attack, defile, entrance, pass, way in, with defining genitive
Lexicon Thucydideum
aditus, fauces, approach, entrance, 3.112.2, 4.83.2, 4.127.2,
invasio, attack, incursion, 2.13.1, 2.13.9, 2.20.1. 2.20.4. 2.31.3, [vulgo add. commonly added πολλαὶ] 2.55.2. 2.57.2. 2.59.1. 2.70.1. 3.2.1. 3.15.1. 3.25.1, 3.26.2, 3.26.3. 3.26.33.34.1, 3.89.1, 4.6.2, 5.20.1. 7.18.1, 7.18.17.27.4, 7.28.3.
impetus, aggressio, attack, assault, 8.31.3.