ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
adj.
P. and V. ἁλουργής (Plat.), P. φοινικοῦς (Xen.), V. πορφυροῦς, φοινικόβαπτος; see also red.
subs.
Colour: P. and V. πορφύρα, ἡ.