τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
adj.
Wild: P. and V. ἄγριος; use uncivilised, wild.
Fallow: P. ἀργός.
Unsown: P. ἄσπορος.
Unploughed: V. ἀνήροτος.