Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501English > Greek (Woodhouse)
subs.
Thing: Ar. and P. σκεῦος, τό, P. and V. χρῆμα, τό.
Articles for sale: P. ὤνια, τά, ἀγοράσματα, τά.