χρῆμα

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῆμα Medium diacritics: χρῆμα Low diacritics: χρήμα Capitals: ΧΡΗΜΑ
Transliteration A: chrē̂ma Transliteration B: chrēma Transliteration C: chrima Beta Code: xrh=ma

English (LSJ)

-ατος, τό: (χράομαι):—
A need, in the phrase παρὰ χρῆμα or παραχρῆμα (q.v.); a thing that one needs or uses, cf. X.Oec.1.9 sq. (pl.): hence in plural, goods, property (χρήματα λέγομεν πάντα ὅσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται Arist.EN1119b26), Od.2.78, 203, al. (never in Il.), Hes.Op.320, 407, etc.; of temple-treasures, heirlooms, etc., Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.); τὰ ἱρὰ χρήματα τῆς Ἀθηναίης Hdt.2.28, cf. 9.81; θησαυρούς.. ἄλλα τε χρύσεα ἄφατα χρήματα Id.7.190; πολλῶν χ. ἐξαίρετον ἄνθος A.Ag.954; πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματακαὶ κτήματα κατασκευάζειν· ἔστι δὲ χ. μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κ. δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις Isoc.1.28; τοῖς σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη Th.6.97; πρόβατα καὶ ἄλλα χρήματα X.An.5.2.4; τὰ ἀνδράποδα.. καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα ἀπέδρα αὐτούς ib.7.8.12: prov., χρήματα ψυχὴ πέλεται.. βροτοῖσι a man's money is his life, Hes.Op.686; χρήματ' ἄνηρ = 'money makes the man', Alc.49, Pi.I.2.11; ἐν χρήμασιν οἰκεῖ πατρώοις A.Eu.757, cf. Ch.135; also χρημάτων πένητες E.El.37; τὰ χρήματ' ἐνεχυράζομαι Ar.Nu.241; χρήματα πορίζειν Id.Ec.236; ἄτιμοι ἦσαν τὰ σώματα, τὰ δὲ χ. εἶχον And.1.74; χρημάτων ἥσσων Democr.50; χρημάτων κρείσσων Th.2.60; χρήμασι νικώμενος ibid.; χρημάτων ἀδωρότατος ib. 65; ἐλπίδα χρήμασιν ὠνητήν Id.3.40; μήτε χρημάτων φειδομένους μήτε πόνων Pl.Phd.78a; ζημιοῦσθαι χρήμασιν Id.Lg.721b; even of debts, διαλῦσαι τὰ χρήματα D.20.12; δεθέντ' ἐπὶ χρήμασιν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ Id.24.168.—Acc. to Poll.9.87 the Ion. used also the sg. in this sense, and so we find, ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι..; for how much money.. ? Answ. ἐπ' οὐδενί, Hdt.3.38; ταύτην (sc. τὴν χλανίδα) πωλέω μὲν οὐδενὸς χ. δίδωμι δὲ ἄλλως ib.139; also in Thgn.197, χ. δ' ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδρὶ γένηται; in Att., οὐδενὸς ἂν χ. δεξάμενοι at no price, And.2.4; and in later Prose, fund, sum of money, Arch. f. Religionswiss.10.211 (Cos, ii B. C.); τὸ πλῆθος τοῦ χ. D.S.13.106, cf. Act.Ap.4.37, Luc.VH1.20; χρήματα merchandise, Heraclit. 90, X.HG1.6.37, Th.3.74; property, substance, Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene).
II generally, thing, matter, affair, especially in Ep. and Ion., h.Merc.332, Hes.Op.344,402; χρημάτων ἄελπτον οὐδέν Archil. 74; πάντων χ. δικαιότατον Mimn.8; πρῶτον χρημάτων πάντων Hdt.7.145; ἀντὶ πάντων χ. on every account, And.2.21; δεινότατον ἁπάντων χρημάτων ib.1; πᾶν χ. ἐκίνεε 'left no stone unturned', Hdt.5.96; τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον 'deeds show the man', Pi.O.6.74; πάντων χ. μέτρον ἄνθρωπος Protag.1; περαίνεται τὸ χρῆμα the issue is being decided, Plu.Caes.47: pl., simply, things, ὁμοῦ πάντα χ. ἦν Anaxag.1, cf. Pl.Cra.440a, Euthd.294d, Plot.4.2.1.
2 χρῆμα is freq. expressed where it might be omitted, δεινὸν χ. ἐποιεῦντο Hdt.8.16; οἷόν τι χ. ποιήσειε ib.138; ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν ἀποικίην to send out a colony without any certain destination, Id.4.150; freq. in Trag., τί χρῆμα; = τί; what? τί χ. λεύσσω; A.Pr.300, Ch.10; or why? E.Alc.512; so in gen., τοῦ χ. (sc. ἕνεκα); Ar.Nu.1223; τί χρῆμα δρᾷς; S.Aj.288, cf. Ph.1231; τί χρῆμα πάσχει; E. Hipp.909; τί δ' ἐστὶ χρῆμα; what is the matter? A.Ch.885; πικρόν τί μοι δοκεῖ χ. εἶναι Pl.Grg.485b; ἡδύ Id.Tht.209e, al.; μάλιστα χρημάτων most of anything, i.e. certainly, Anon.Oxy.1611.68 (iii A. D.); cf. χρέος II.2.
3 used in periphrases to express something strange or extraordinary of its kind, ὑὸς χ. μέγα a huge monster of a boar, Hdt.1.36; ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Id.7.188; τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον what a business the nights are! Ar.Nu.2; λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως what a grand city! Id.Av.826, cf. Lys.83; κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός a thievish sort of fellow, Id.V.933; τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος Id.Lys.1085; μακάριον.. λέγεις τυράννου χ. your tyrant-creature, Pl.R. 567e; χ. θαυμαστὸν γυναικός Plu.Ant.31: without a gen., ἔλαφον, καλόν τι χ. καὶ μέγα X.Cyr.1.4.8; σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος truly a clever creature is he! Theoc.15.83; κοῦφον χ. ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, of the poet, Pl.Ion534b; χρῆμα καλόν τι such a fine thing! Theoc.15.23; also in a periphrastic use, οὐδὲν χ. τοῦ ἀγκῶνος κάμψαι δύνανται cannot bend the elbow at all, Hp.Fract.42.
b so, to express a great number or mass, as we say, a deal, a heap of... πολλόν τι χ. τῶν τέκνων, χ. πολλὸν ἀρδίων, νεῶν, Hdt.3.109, 4.81, 6.43; χ. πολλόν τι χρυσοῦ Id.3.130; σμικρὸν τὸ χρῆμα τοῦ βίου E. Supp.953; ὅσον τὸ χρῆμα παρνόπων what a lot of locusts! Ar.Ach.150; ὅσον τὸ χρῆμα τοῦ πλακοῦντος Id.Eq.1219; πολὺ χ. τεμαχῶν Id.Pl.894; τὸ χρῆμα τῶν κόπων ὅσον what a lot of them! Id.Ra.1278; τῶν λαμπάδων ὅσον τὸ χρῆμα Id.Th.281; also of persons, χρῆμα θηλειῶν = womankind, E.Ph. 198; σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. X.Cyr.2.1.5; μέγα χ. Λακαινᾶν Theoc.18.4: without a gen., ὅσον τὸ χρῆμα ἐπὶ δεῖπνον ἦλθε what a crowd.. ! Ar.Pax1192.
III (χράω (B) A) oracle, Emp.115.1.

German (Pape)

[Seite 1373] τό, eine Sache, die man braucht (χράομαι), die nützt, deren man sich bedient, deren man bedarf; dah. im plur. Vermögen, Besitz, Geld, Hab u. Gut; oft in der Od. (in der Il. kommt es nicht vor), z. B. χρήματα κακῶς βεβρώσεται 2, 203, πολλὰ δ' ἄγειρα χρήματ' ἀν' Αἰγυπτίους ἄνρδας 14, 285; so Hes. u. Her.; χρήματ' ἀνήρ, Geld ist der Mann, macht den Mann, Pind. I. 2, 11, nie χρήματα ψυχὴ βροτοῖσιν, Geld ist dem Menschen das Leben, Hes. O. 688; πατρῴων χρημάτων δατήριοι Aesch. Spt. 693; κτήσια 980; αὖθις ἔν τε χρήμασιν οἰκεῖ πατρῴοις Eum. 727; τυραννίδα θηρᾶν, ὃ πλήθει χρήμασίν θ' ἁλίσκεται Soph. O. R. 542; χρημάτων πένητες Eur. El. 37; χρήματα πορίζειν, ταμιεύειν Ar. Eccl. 236 Lys. 495; κρείσσων χρημάτων Thuc. 2, 60; ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Plat. Prot. 311 d; χρημάτων δημεύσεις, bonorum publicationes, 325 e; μήτε χρημάτων φειδομένους, μήτε πόνων Phaed. 78 a; ἀτιμίαις τε καὶ χρήμασι καὶ θανάτοις κολάζουσι Rep. VI, 492 d, u. öfter; Xen. Hell. 3, 5,3, u. oft im allgemeinen Sinne, Hab u. Gut; u. Sp., wie D. Sic. u. N.T.; vgl. Poll. 9, 87. – Was sich zuträgt, was stattfindet, Sache, Vorfall, Ereigniß; H. h. Merc. 332; Hes. O. 346. 404; πρῶτον χρημάτων πάντων, vor allen Dingen, Her. 7, 145; ἔα, τί χρῆμα Aesch. Prom. 298; τί δ' ἔστι χρῆμα Ch. 872; τί χρῆμα λεύσσω 10, was sehe ich? Und so oft nur Umschreibung des neutr. was, Etwas, τί χρῆμα δράσεις Soph. Phil. 1215, vgl. O. R. 1129 Ai. 781; κακὸν τὸ χρῆμα Phil. 1249; τί χρῆμα μαστεύουσα Eur. Hec. 754. – Mit dem gen. = Ding, Stück, ein Einzelnes aus einer ganzen Gattung mit Auszeichnung hervorhebend, μέγα συὸς χρῆμα, Her. 1, 36, ein großes Stück von einem Schweine, d. i. ein großes Schwein; ὑὸς χρῆμα μέγιστον Theocr. 18, 4; ἔλαφος, καλόν τι χρῆμα καὶ μέγα, ein großes und schönes Stück (Wild), Xen. Cyr. 1, 4,8; Pol. sagt auch μέγα τι γεγονέναι χρῆμα τὸν Ἀγαθοκλέα, 12, 15, 8. – Ähnlich τοῦ χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον Her. 7, 188; τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον, wie lang ist die Nacht, Ar. Nubb. 2; τοσοῦτον χρῆμ' ὄχλου Eccl. 394; τὸ χρῆμα τῶν κόπων ὅσον Ran. 1276; ὅσον τὸ χρῆμα παρνόπων Ach. 150, was für eine Menge von Heuschrecken; πολὺ χρῆμα τεμαχῶν Plut. 894; καλὸν τὸ χρῆμα τιτθίων Lys. 83; λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως, ein schönes Ding von Stadt, Av. 826; τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος Lys. 1085; auch κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός Vesp. 933; ὅσον χρῆμα, welche Volksmenge, Pax 1185; u. so oft bei Her. von jeder Menge, großen Masse, πολλόν τι χρῆμα ὀφίων, χρῆμα πολλῶν ἀρδίων, νεῶν, eine große Menge Schlangen, Wurfspieße, Schiffe, 3, 109. 4, 81. 6, 43; χρῆμα πολλόν τι χρυσοῦ, eine große Menge Goldes, 3, 130; von Menschen, μέγα χρῆμα Λακαινᾶν Theocr. 18, 4; σφενδονητῶν πάμπολύ τι χρῆμα, eine ungeheure Menge von Schleuderern, Xen. Cyr. 2, 1,5; vgl. ἡ γῆ ἄγριόν τι χρῆμα καὶ ἄμορφον Luc. Prom. 12; μέγα χρῆμα πέτρας Arr. An. 4, 28, 1. – Übh. als Umschreibung, πικρόν τί μοι δοκεῖ χρῆμα εἶναι, etwas Bitteres, Plat. Gorg. 485 b; ἡδὺ χρῆμ' ἂν εἴη τοῦ καλλίστου τῶν περὶ ἐπιστήμης λόγου Theaet. 209 e; κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητἡς ἐστι Ion 534 b; u. so auch Folgde. – Bei Her. 4, 150, ἐς ἀφανὲς χρῆμα ἀποστέλλειν ἀποικίην, nehmen es Einige = χρησμός, Orakelspruch, aber es ist auch hier = ἐς τὸ ἀφανές, auf's Ungewisse hin.

French (Bailly abrégé)

χρήματος (τό) :
chose dont on se sert ou dont on a besoin, particul. :
I. au sg. :
1 ce dont on s'occupe, chose, affaire : κοῖόν τι χρῆμα ἐποίησας ; HDT quelle chose as-tu faite ?;
2 événement, occurrence : τί χρῆμα πάσχει ; EUR que lui est-il arrivé ? particul. en mauv. part ὤ μοι κακὸν τὸ χρῆμα SOPH c'est quelque malheur ! ; τί χρῆμα ; qu'est-ce ? que signifie cela ? que dois-je faire de cela ? presque au sens de pourquoi ? à cause de quoi ? en vue de quoi ? τί χρῆμ' ἐπέμψω τὸν ἐμὸν ἐκ δόμων πόδα ; EUR pourquoi m'as-tu fait venir ? syn. de τι : ἐς ἀφανὲς χρῆμα HDT pour une chose incertaine ; σκοπέειν χρὴ πάντος χρήματος τὴν τελευτήν HDT en toute chose il faut considérer la fin ; ou dans les locut. usuelles : ἅπαν τὸ χρῆμ' SOPH pour tout dire en un mot ; πᾶν χρῆμα ἐκίνεε HDT il mit tous les ressorts en mouvement, il fit tout ce qui est possible ; ὁμοῦ πάντα χρήματα ἦν PLUT au commencement tout n'était qu'une masse ; πρῶτον χρημάτων πάντων HDT avant toute chose ; en parl. d'un cerf καλόν τι χρῆμα καὶ μέγα XÉN belle et grande pièce ; d'un renard μέρμερον χρῆμα PLUT créature rusée ; ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι ; HDT pour quelle somme ? avec un gén. sert à exprimer une réaction devant ce qui est étrange, extraordinaire, monstrueux, etc. : χρῆμα θαυμαστὸν γυναικός PLUT un prodige de femme ; χρῆμα χειμωνῶς HDT la tempête;
II. au plur. au sens collect. τὰ χρήματα le bien, l'avoir : χρήματα πατρῷα, biens paternels ; particul. le trésor, la chose précieuse ; en parl. de l'État la puissance, les ressources ; οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες XÉN ceux qui ont des biens, les riches ; ἡ χρημάτων κοινωνία PLUT la communauté des biens ; χρήματα στρατιωτικά, fonds de la guerre ; ναυτικά, fonds de la marine ; δημόσια, deniers publics ; ἱερά, deniers sacrés ; ζημιοῦν χρήμασι THC punir d'une amende ; τὰ χρήματα εἰσπράττειν ou πράττεσθαι, faire rentrer, recouvrer de l'argent ; χρήματα ἀποτίνειν, τελεῖν, εὐφέρειν, payer de l'argent.
Étymologie: χράομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρῆμα: ατος τό χράομαι I]
1 вещь, предмет или дело (в переводе часто опускается или заменяется местоимением указательным или неопределенным, конкретным существительным и т. п.): σπουδαῖον χ. HH серьезное дело, важный вопрос; εἴ τοι χ. ἄλλο γένοιτο Hes. если с тобой что-л. случится, πρῶτον χρημάτων πάντων Her. прежде всех (других) дел, прежде всего; κινεῖν πᾶν χ. Her. пустить в ход все; δεινὸν χ. ποιεῖσθαί τι Her. считать нечто ужасным; κοῖόν τι χ. ἐποίησας; Her. что ты наделал?; ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν τινά Her. посылать кого-л. без определенной цели; τί χ.; Trag., Plat. что такое?, что именно?; ὑὸς χ. μέγιστον Her. громаднейший кабан; ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Her. буря была невыносимая; τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον ἀπέραντον! Arph. что за нескончаемые ночи!; χ. θηλειῶν Eur. женский пол, женщины; σοφόν τοι χρῆμ᾽ ὥνθρωπος! Theocr. ну и умное же создание - человек!; χ. θαυμαστὸν γυναικός Plut. удивительная женщина; σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου Eur. жизнь - штука (вещь) короткая;
2 в знач. множество, масса: χ. πολλὸν νεῶν Her. множество кораблей; ὅσον τὸ χ. ἦλθε! Arph. что за огромная толпа прибыла!; σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. Xen. несметное множество пращников;
3 pl. материальные блага, имущество, добро (χρήματα πατρώϊα Hom. и πατρῷα Aesch.; σκεύη καὶ χρήματα Thuc.; τρόβατα καὶ ἄλλα χρήματα Xen.; χρήματα καὶ κτήματα Isocr.): οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες NT имущие, богачи; χρημάτων πένης Eur. неимущий, бедный; χρημάτων κρείσσων или ἄδωρος Thuc. бескорыстный, неподкупный;
4 преимущ. pl. деньги, средства: εἴρετο ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι … οἱ δὲ ἐπ᾽ οὐδενὶ ἔφασαν Her. он спросил, за сколько денег …; они же ответили, что ни за какие деньги; ζημιοῦσθαι χρήμασι Plat. подвергаться денежному штрафу; μήτε χρημάτων φειδόμενος μήτε πόνων Plat. не щадя ни средств, ни трудов;
5 pl. товар(ы) (χρήματα ἐμπόρων Thuc.; τὰ χρήματα εἰς τὰ πλοῖα ἐνθέσθαι Xen.);
6 pl. долги (τὰ χρήματα διαλῦσαι Dem.);
7 pl. подати, налоги (χρημάτων εἰσφορά Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῆμα: τό· (χράομαι)· - πρᾶγμα ὄπερ μεταχειρίζεταί τις ἢ οὗ ἔχει χρείαν, πρβλ. Οἰκ. 1, 9 κἑξ.· - ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ., ἀγαθά, περιουσία, χρήματα, ἔπιπλα, σκεύη, (χρήματα λέγομεν πάντα ὅσων ἀξία νομίσματι μετρεῖται Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 2), Ὀδ. Β. 78, 203, κλπ. (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.), Ἠσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 318, 405, Ἡρόδ. 2. 28, κλπ.· χρήματα καὶ κτήματα Ἰσοκρ. 8Α· σκεύεσι καὶ χρήμασιν ἀποθήκη Θουκ. 6. 97· πρόβατα καὶ ἄλλα χρ. Ξεν. Ἀν. 5. 2, 4· τὰ ἀνδράποδα .. καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα ἀπέδρα αὐτοὺς αὐτόθι 7. 8, 12· - παροιμ., χρήματα ψυχὴ βροτοῖσι, τὰ χρήματα εἶναι ζωὴ εἰς τὸν ἄνθρωπον, Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 684· χρήματ’ ἀνὴρ, τὰ χρήματα κάμνουν τὸν ἄνθρωπον, Ἀλκαῖος 50, Πινδ. Ι. 2. 17· ἐν χρήμασιν οἰκεῖ πατρῴοις Αἰσχύλ. Εὐμ. 757, πρβλ. Χο. 135· καὶ χρημάτων πένητες Εὐρ. Ἠλ. 37· τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 241· χρήματα πορίζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 236. ἄτιμος εἰς χρ. Ἀνδοκ. 10. 24· κρείσσων χρημάτων Θουκ. 2. 60· χρήμασι νικᾶσθαι αὐτόθι· χρημάτων ἀδωρότατος αὐτόθι 65· ἐλπίδα χρήμασιν ὠνητὴν ὁ αὐτ. 3. 40· μήτε χρημάτων φειδόμενος μήτε πόνων Πλάτ. Φαίδων 78Α· ζημιοῦσθαι χρήμασι ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 721Β· καὶ ἐπὶ χρεῶν, τὰ χρ. διαλῦσαι Δημ. 460. 20· δεθέντα ἐπὶ χρήμασι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ὁ αὐτ. 752. 20. - Κατὰ τὸν Πολύδ. Θ΄, 87, οἱ Ἴωνες ἐχρῶντο καὶ τῷ ἐνικῷ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, οὕτω δὲ καὶ εὐρίσκομεν αὐτὸν ἅπαξ, εἴρετο (ὁ Δαρεῖος) ἐπὶ κόσῳ ἄν χρήματι βουλοίατο τοὺς πατέρας ἀποθνήσκοντας κατασιτέσθαι; ἀντὶ πόσων χρημάτων θὰ ἤθελον νὰ τρώγωσι τοὺς πατέρας των ἀποθνήσκοντας; Ἀπόκρ. οἱ δὲ (Ἑλληνες) ἐπ’ οὐδενὶ ἔφασαν ἔρδειν ἄν τοῦτο Ἡρόδ. 3. 38· ἀλλ’ ἡ χρῆσις αὕτη μόνον παρὰ μεταγεν. κατέστη κοινὴ, οἷον παρὰ Διοδ. 13. 106, Λουκ. περὶ ἀληθ. Ἱστ. 1. 20, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 37· ἀλλ’ ὅμως παράβαλε καὶ τὸ οὐδενὸς χρήματος δέχεσθαι, ἀντὶ μηδεμιᾶς τιμῆς, Ἀνδοκ. 20. 13· - χρήματα, ἐμπορεύματα, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 37, Θουκ. 3. 74. ΙΙ. καθόλου, πρᾶγμα, ὑπόθεσις, γεγονός, συμβάν, Ὑμν. Ὀμ. εἰς Ἑρμ. 332, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 342, 400· πρῶτον χρημάτων πάντων Ἡρόδ. 7. 145· ἀντὶ πάντων χρ., διὰ πάντα λόγον, Ἀνδοκίδ. 22. 24· χρημάτων δεινότατον ὁ αὐτ. 19. 41· κινεῖν πᾶν χρῆμα = κινεῖν πάντα λίθον, Ἡρόδ. 5. 96· τεκμαίρει χρῆμ’ ἕκαστον, τὸ ἔργον δεικνύει τὸν ἄνθρωπον, Πινδ. Ο. 6. 124· - ἐπὶ μάχης ἢ συμπλοκῆς, Πλουτ. Καῖσ. 47. 2) χρῆμα πολλάκις τίθεται ὅπου ἠδύνατο νὰ παραλείπηται, δεινόν χρῆμα ἐποιεῦντο Ἡρόδ. 8. 16· οἷόν τι χρ. ποιήσειε αὐτόθι 138 ἑς ἀφανές χρ. ἀποστέλλειν ἀποικίαν, χωρὶς ὡρισμένης τινὸς διευθύνσεως, ὁ αὐτ. 4. 150· συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., τί χρῆμα; ὡς τὸ ἁπλοῦν τί: π.χ. Αἰσχύλ. Πο. 298, Χο. 10, Σοφ. Φιλ. 1231· ἢ = διὰ τί; Εὐρ. Ἄλκ. 512· οὕτω, τί χρῆμα δρᾷς; Σοφ. Αἴ. 288· τί χρῆμα πάσχω; Valk εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 909· τί δ’ ἐστὶ χρῆμα; τί συμβαίνει; Αἰσχύλ. Χο. 885· πικρὸν τί μοι χρ. ἐδόκει εἶναι Πλάτ. Γοργ. 484Β, πρβλ. Θεαίτ. 200Ε, κ. ἀλλ., καὶ ἴδε χρέος ΙΙ. 2. 3) ὁμοίως ἡ λέξις χρῆμα εἶναι ἐν χρήσει ἐν περιφράσεσι εἰς ἔκφρασιν πράγματος παραδόξου ἢ ἐκτάκτου εὶς τὸ εἲδός του, μέγα συὸς χρῆμα, τερατώδης κάπρος, Wess εἰς Ἡρόδ. 1. 36· ὑὸς χρ. μέγιστον αὐτόθι, πρβλ. Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 8· τοῦ χειμῶνος χρ. ἀφόρητον Ἡρόδ. 7. 188· τὸ χρ. τῶν νυκτῶν ὅσον, πόσον φοβερῶς μεγάλαι εἶναι αἱ νύκτες, Ἀριστοφ. Νεφ. 2· λιπαρὸν τὸ χρ. τῆς πόλεως, τὶ λαμπρὰ πόλις! ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 826, πρβλ. Λυσ. 83· κλέπτον τὸ χρ. τἀνδρὸς, κλέπτης ἄνθρωπος, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 933· τὸ χρ. τοῦ νοσήματος ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1085· μακάριον .. λέγεις τυράννου χρῆμα, τὸν τύραννον, Πλάτ. Πολ. 567Ε· χρ. θαυμαστὸν γυναικὸς Πλουτ. Ἀντ. 31· καὶ ἄνευ γενικῆς, ἔλαφον, καλὸν τι χρ. καὶ μέγα Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1. 4, 8 σοφὸν τοι χρῆμ’ ἄνθρωπος, ἀληθῶς σοφόν πρᾶγμα, Θεόκρ. 15· 83· κοῦφον χρ. καὶ πτηνὸν καὶ ἱερὸν, ὁ ποιητὴς, Πλάτ. Ἰων 534Β· χρ. καλόν τι, κάτι τι ὡραῖον, Θεόκρ. 15. 23· πρβλ. πρᾶγμα ΙΙ. 4. β) οὕτως εἰς δήλωσιν μεγάλου ἀριθμοῦ, οἱονεὶ σωρὸς, «ἕνα σωρό» ..., πολλόν τι χρ. τῶν ὀφίων, χρ. πολλόν ἀρδίων, νεῶν Ἡρόδ. 3. 109., 4. 81., 6. 43 χρ. πολλόν τι χρυσοῦ ὁ αὐτ. 3. 130· σμικρὸν τὸ χρ. βίου Εὐρ. Ἱκ: 953· ὅσον τὸ χρ. παρνόπων, τί πλῆθος ἀκρίδων! Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, πρβλ. Εἰρ. 1192· ὅσον τὸ χρ. πλακοῦντος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1215· πολὺ χρ. τεμαχῶν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 894· τὸ χρ. τῶν κόπων ὅσον, πόσον πολλοὶ οἱ κόποι! ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1278· τῶν λαμπάδων ὅσον τὸ χρ. ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 280· - ὡσαύτως τῶν λαμπάδων ὅσον τὸ χρ. ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 280· - ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, φιλόψογον δὲ χρῆμα θηλειῶν ἔφυ, τὸ γυναικεῖον φῦλον εἶναι ἐκ φύσεως φιλόψογον, Εὐρ. Φοίν. 198· σφενδονητῶν πάμπολύ τι χρ. Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 1, 5 μέγα χρ. Λακαινᾶν Θεόκρ. 18. 4. - Εἰ καὶ ἡ ἐναλλαγὴ μεταξὺ τοῦ χρῆμα καὶ κτῆμα εἶναι συχνή, ἀλλὰ διακρίνονται ἀκριβῶς ὡς τὰ ῥήματα χράομαι καὶ κτάομαι, ὥστε κτῆμα εἶναι κυρίως τὸ ἐν τῇ κατοχῇ τινος εὑρισκόμενον, χρῆμα τὸ πρᾶγμα τὸ ὁποῖόν τις χρειάζεται ἢ μεταχειρίζεται, ἴδε κτῆμα ἐν τέλει καὶ πρβλ. Schäf. Mel. σ. 17, Κικ. Fam.7. 20. - Περὶ κτημάτων καὶ χρημάτων ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 7, ἐν τέλει.

English (Autenrieth)

ατος (χράομαι): what one has use or need of, pl., possessions, property. (Od.)

English (Slater)

(χρῆμ(α) nom., acc., -ατ(α), -ασι, -ατα.)
   a action τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον (O. 6.74 ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον <span class=bibl>O. 9.104) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (I. 8.14)
   b pl. money τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' χρήματα χρήματ ἀνήρ” (cf. Alkaios, Z37 L-P.) (I. 2.11) ἢ περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως fr. 123. 7. “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις, χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157.

English (Strong)

something useful or needed, i.e. wealth, price: money, riches.

English (Thayer)

χρηματος, τό (χράομαι), in Greek writings whatever is for use, whatever one uses, a thing, matter, affair, event, business; specifically, money (rarely so in the singular in secular authors, as Herodotus 3,38; Diodorus 13,106 (cf. Liddell and Scott, under the word I. under the end)): riches (often in Greek writings from Homer, Odyssey 2,78; 16,315 etc. down), T WH omit; Tr marginal reading brackets the clause); οἱ τά χρήματα ἔχοντες, they that have riches, money, כֶּסֶף, silver, נִכָסִים, riches, 2 Chronicles 1:11 f).

Greek Monolingual

-ατός, το / χρῆμα, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πληθ. χρείματα, τὰ, Α
1. συναλλακτικό μέσο, νόμισμα
2. (στον εν. και στον πληθ.) τα χρήματα
η περιουσία σε νόμισμα, μετρητά, λεφτά, παράδες (α. «έχει πολλά χρήματα» β. «πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων», ΚΔ)
νεοελλ.
1. κοινής αποδοχής μέσο οικονομικών ανταλλαγών, στο οποίο έχουν εκφραστεί οι τιμές και οι αξίες και το οποίο αποτελεί το κύριο μέτρο του πλούτου
2. φρ. α) «αγορά χρήματος»
(οικον.) η χρηματαγορά
β) «θερμό χρήμα» — κεφάλαια που μετακινούνται από μία χώρα σε άλλη σε βραχυχρόνια βάση
γ) «λογιστικό - τραπεζικό χρήμα» — χρήμα που δημιουργεί η ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος με την μετατροπή σε δάνεια τών καταθέσεων τών καταθετών
δ) «ξεπλυμένο χρήμα» — χρήμα που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες και το οποίο, με διάφορα τεχνάσματα, εμφανίζεται από τους κατόχους του να έχει νόμιμη προέλευση
ε) «πλαστικό χρήμα» — τα χρηματικά ποσά που διακινούνται μέσω τών πιστωτικών και χρεωστικών πλαστικών καρτών που εκδίδουν τράπεζες και επιχειρήσεις με στόχο τη διευκόλυνση τών συναλλαγών και τών ταξιδιών
στ) «ποσοτική θεωρία χρήματος» — οικονομική θεωρία που συσχετίζει αλλαγές στο επίπεδο τών τιμών με τις μεταβολές στην ποσότητα του χρήματος
ζ) «έπεσε πολύ χρήμα» — δαπανήθηκαν πολλά χρήματα
η) «έχει χρήμα με ουρά» — είναι βαθύπλουτος
θ) «είναι ανώτερος χρημάτων» — είναι αδέκαστος, δεν δωροδοκείται
ι) «ο χρόνος είναι χρήμα» — βλ. χρόνος
3. παροιμ. «έχεις χρήματα, έχεις πατήματα» — δηλώνει ότι το χρήμα προσδίδει στον κάτοχό του κοινωνική δύναμη
αρχ.
1. αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος
2. ιερό κειμήλιο ναού
3. τιμή, αξία
4. συμβάν, γεγονός
5. μάχη, συμπλοκή
6. χρησμός
7. (για πρόσ. και για πράγμ.) μεγάλος αριθμός
8. στον πληθ. α) χρέη
β) εμπορεύματα
9. φρ. α) «τί χρῆμα
i) τί πράγμα, τί;
ii) γιατί;
β) «τί δ' ἐστι χρῆμα» — τί συμβαίνει; (Αισχύλ.)
γ) «μάλιστα χρημάτων» — πάνω απ' όλα, κυρίως
δ) «τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον» — πόσο πολύ μεγάλες είναι οι νύχτες (Αριστοφ.)
ε) «λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως» — τί λαμπρή πόλη (Αριστοφ.)
στ) «πᾶν χρῆμα κινῶ» — κινώ κάθε λίθο, κάνω οτιδήποτε (Ηρόδ.)
ζ) «τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον» — το έργο, η πράξη δείχνει το ποιόν του ανθρώπου (Πίνδ.)
10. παροιμ. α) «χρήματα ψυχὴ πέλεται βροτοῖσι» — δηλώνει ότι η περιουσία έχει ζωτική σημασία για κάθε άνθρωπο (Ησίοδ.)
β) «χρήματ' ἀνήρ» — δηλώνει ότι η περιουσία προσδίδει υπόσταση σε έναν άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -μα τών ουδ. και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα πλούτη, τα αγαθά, τα νομίσματα και την περιουσία σε νομίσματα (δηλαδή τα εισοδήματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς εύκολα κάθε στιγμή, σε αντιδιαστολή προς τη λ. κτῆμα), ενώ απαντά και με τη γενική σημ. «πράγμα, υπόθεση» (για το ζεύγος χρῆμα: χρῆσις, βλ. λ. χρήση). Η λ. χρῆμα απαντά ως β' συνθετικό με τις μορφές -χρήμων, η οποία είναι αρχαιότερη (πρβλ. ἀχρήμων, φιλοχρήμων) και -χρήματος, η οποία απαντά κυρίως στον πεζό λόγο (πρβλ. ἀχρήματος, φιλοχρήματος)].

Greek Monotonic

χρῆμα: -ατος, τό (χράομαι
I. κάτι που κάποιος χρησιμοποιεί ή χρειάζεται· σε πληθ., αγαθά, περιουσία, χρήματα, σκεύη, έπιπλα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· πρόβατα καὶ ἄλλα χρήματα, σε Ξεν.· κρείσσων χρημάτων, ανώτερος χρημάτων, δηλ. αδιάφθορος, αδέκαστος, σε Θουκ.· χρημάτων ἀδωρότατος, στον ίδ.· σπανίως σε ενικ. με αυτή τη σημασία, ἐπὶ κόσῳ χρήματι; για πόσα χρήματα; απάντηση ἐπ' οὐδένι, σε Ηρόδ.
II. 1. γενικά, πράγμα, υπόθεση, γεγονός, συμβάν, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κινεῖν πᾶν χρήμα, «δεν αφήνει πέτρα αγύριστη», σε Ηρόδ.· λέγεται για μάχη, ενασχόληση, σε Πλούτ.
2. το χρῆμα συχνά τίθεται όπου είναι δυνατό να παραλείπεται, δεινὸν χρῆμα ἐποιεῦντο, σε Ηρόδ.· ἐς ἀφανὲς χρῆμα ἀποστέλλειν ἀποικίαν, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, στον ίδ.· τί χρῆμα; όπως το τί; τι; τί χρῆμα δρᾷς; σε Σοφ.· τί χρῆμα πάσχω; τί δ' ἐστί χρῆμα; ποιος είναι ο λόγος; σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. χρησιμ. σε περιφράσεις για να δηλώσει κάτι περίεργο ή παράδοξο, μέγα συὸς χρῆμα, τέρας, μεγαθήριο, λέγεται για έναν κάπρο, σε Ηρόδ.· τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον, πόσο φοβερά μεγάλες είναι οι νύχτες, σε Αριστοφ.· λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως, τι μεγάλη πόλη! στον ίδ.· κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός, είδος ανθρώπου κλέφτη, στον ίδ.· σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος, αληθινά είναι ένα έξυπνο δημιούργημα! σε Θεόκρ.· ομοίως, λέγεται για να δηλώσει πολύ μεγάλο αριθμό, πολύ, στοίβα, σωρός, πολλόν τι χρῆμα τῶν ὀφίων, χρῆμα πολλὸν νεῶν, σε Ηρόδ.· ὅσον τὸ χρῆμα παρνόπων, τι πλήθος ακρίδων! σε Αριστοφ.· ὅσον τὸ χρῆμα πλακοῦντος, στον ίδ.· τὸ χρῆμα τῶν κόπων ὅσον, πόσοι κόποι! στον ίδ.· επίσης, λέγεται για πρόσωπα, χρῆμα θηλειῶν, το γυναικείο φύλο, σε Ευρ.· μέγα χρῆμα Λακαινᾶν, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

χρῆμα, ατος, τό, χράομαι
I. a thing that one uses or needs: in plural goods, property, money, gear, chattels, Od., Hes., etc.; πρόβατα καὶ ἄλλα χρ. Xen.; κρείσσων χρημάτων superior to money, i. e. incorruptible, Thuc.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.:—rare in sg. in this sense, ἐπὶ κόσῳ χρήματι; for how much money? Answ. ἐπ' οὐδενί, Hdt.
II. generally, a thing, matter, affair, event, Hes., Hdt.; κινεῖν πᾶν χρῆμα "to leave no stone unturned, " Hdt.:—of a battle, an affair, Plut.
2. χρῆμα is often expressed where it might be omitted, δεινὸν χρ. ἐποιεῦντο Hdt.; ἐς ἀφανὲς χρ. ἀποστέλλειν ἀποικίαν to send out a colony without any certain destination, Hdt.; τί χρῆμα; like τί; what? τί χρῆμα δρᾷς; Soph.; τί χρῆμα πάσχω; τί δ' ἐστὶ χρῆμα; what is the matter? Aesch., etc.
3. used in periphrases to express something strange or extraordinary, μέγα συὸς χρῆμα a monster of a boar, Hdt.; τὸ χρ. τῶν νυκτῶν ὅσον what a terrible length the nights are, Ar.: λιπαρὸν τὸ χρ. τῆς πόλεως what a grand city! Ar.; κλέπτον τὸ χρ. τἀνδρός a thievish sort of fellow, Ar.; σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος truly a clever creature is he! Theocr.:—so, to express a great number, as we say, a lot, a deal, a heap, πολλόν τι χρ. τῶν ὀφίων, χρ. πολλὸν νεῶν Hdt.; ὅσον τὸ χρ. παρνόπων what a lot of locusts! Ar.; ὅσον τὸ χρ. πλακοῦντος Ar.; τὸ χρ. τῶν κόπων ὅσον what a lot of them! Ar.; —also of persons, χρῆμα θηλειῶν woman kind, Eur.; μέγα χρ. Λακαινᾶν Theocr.

Chinese

原文音譯:crÁma 赫雷馬
詞類次數:名詞(7)
原文字根:使用(果效) 相當於: (עֹשֶׁר‎)
字義溯源:有用*,需用之事物,富有,錢財,錢,價錢,銀錢。參讀 (ἀργύριον) (κατάσχεσις)同義字
同源字:1) (παραχρῆμα)與事同時 2) (χρῆμα)有用 3) (χρηματίζω)發表神諭 4) (χρηματισμός)神的回話
出現次數:總共(7);可(2);路(1);徒(4)
譯字彙編
1) 錢(3) 可10:23; 徒8:18; 徒8:20;
2) 錢財(2) 可10:24; 路18:24;
3) 銀錢(1) 徒24:26;
4) 價銀(1) 徒4:37

English (Woodhouse)

affair, matter, thing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πράγμα, ὑπόθεση, λεφτά). Ἀπό τό χράομαιῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

pecunia, money, 1.2.2, 1.7.1. 1.8.3. 1.9.2, 1.13.1. 1.13.5. 1.13.51.15.1, 1.19.1, 1.25.4. 1.27.2. 1.27.21.30.2. 1.33.2. 1.49.5. 1.80.4. 1.82.1. 1.83.2. 1.85.1. 1.86.3, 1.96.1. 1.96.2. 1.99.3. 1.101.3. 1.109.2. 1.109.3. 1.109.31.117.3, 1.121.3. 1.121.31.5.1. 1.131.2. 1.137.2. 1.137.3. 1.141.3. 1.141.5, 1.142.1. 143. 2.9.5. 2.13.2. 2.13.22.5.1. 2.6.1. 2.24.1. 2.24.1. 2.24.12.2.1. 2.53.2. 2.60.5. 2.60.6. 2.65.1. 2.3.1. 2.8.1. 2.12.1. 2.67.1. 2.97.5. 2.101.5. 3.13.3. 3.13.6. 3.17.3. 3.17.4. 3.19.1, 3.39.8. 3.40.1. 3.42.3. 3.46.4. 3.65.2. 3.81.4, 4.26.7. 4.65.3, 4.87.3. 4.108.1. 4.114.1. 4.3.1. 4.118.3. 5.60.6. 6.6.2. 6.3.1. 6.8.2. 6.12.1. 6.15.2. 6.20.4. 6.22.1. 6.26.2, 6.39.1. 6.39.16.44.4. 6.46.1. 6.46.3. 6.46.36.4.1. 6.5.1. 6.47.1. 6.49.3. 6.62.1. 6.70.4. 6.71.2. 6.74.2. 6.84.3. 6.85.2. 6.88.4. 6.90.4. 6.93.4. 6.97.5. 7.15.1, 7.17.1. 7.24.2. 7.24.27.25.1. 7.27.3. 7.28.4, 7.28.47.29.1. 7.31.3. 7.47.4, 7.48.2. 7.48.4. 7.5.1. 7.6.1. 7.49.1. 7.83.2. 7.83.27.86.4. 8.1.2. 8.3.1. 8.3.1. 8.3.18.5.3. 8.8.1. 8.18.1. 8.18.18.28.3. 8.36.1. 8.44.1. 8.44.4. 8.45.3. 8.45.4. 8.45.48.6.1, 8.48.2. 8.53.2. 8.58.6. 8.63.4. 8.65.3. 8.76.4. 8.80.1. 8.85.3, 8.107.1. 8.108.2.
merces, pay, wage, 3.74.2, [praeterea vulgo moreover in the common texts 5.115.4, ubi nunc where now χρήσιμα.]