Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
adv.
P. μεγαλοφρόνως, V. ὑψικόμπως, ὑπερκόπως.