fin
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. πτερύγια, τά (Arist.).
Spanish > Greek
διέξοδος, ἀπώλεια, ἄνυσις, ἀποτέλεσμα, ἀπάλλαξις, ἄνυσμα, διάλυσις, ἀποπεράτωσις, ἀποτερμάτωσις
subs.
P. πτερύγια, τά (Arist.).
διέξοδος, ἀπώλεια, ἄνυσις, ἀποτέλεσμα, ἀπάλλαξις, ἄνυσμα, διάλυσις, ἀποπεράτωσις, ἀποτερμάτωσις