irreparable
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἀνήκεστος.
Spanish > Greek
ἀπογνώσιμος, δυσαπόληπτος, ἀνήκεστος, ἄτρεπτος, ἀναπάλλακτος, ἀνεπανόρθωτος