ἀνεπανόρθωτος

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπανόρθωτος Medium diacritics: ἀνεπανόρθωτος Low diacritics: ανεπανόρθωτος Capitals: ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: anepanórthōtos Transliteration B: anepanorthōtos Transliteration C: anepanorthotos Beta Code: a)nepano/rqwtos

English (LSJ)

ἀνεπανόρθωτον,
A irreparable, ἀτύχημα J.AJ16.11.3; incorrigible, Iamb. VP22.102; uncorrected, Plu.2.49b, Arr.Epict. 3.1.11.
II not to be amended, perfect, Ph.2.614.

Spanish (DGE)

-ον
I no corregido, torcido τὰ μὲν ἐλλιπῆ καὶ ἀτελῆ τὰ δ' ὅλως ἀνεπανόρθωτα ποιῶν (el adulador) haciendo unas cosas defectuosas e incompletas y otras completamente torcidas Plu.2.49b, cf. Arr.Epict.3.1.11.
II 1irreparable τὸ ἀτύχημα I.AI 16.372, πρᾶγμα Ph.2.556
incorregible κακία Iambl.VP 102.
2 perfecto τέχνη Ph.2.492.

German (Pape)

[Seite 224] unverbesserlich, Plut. de am. et ad. discr. 1; Iambl. V. P. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut redresser, incorrigible.
Étymologie: , ἐπανορθόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπανόρθωτος: неисправимый (κακά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπανόρθωτος: -ον, ὁ μὴ ἐπανορθούμενος, ἀδιόρθωτος, Πλούτ. 2. 49Β· ὁ μὴ διορθωθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 11. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος διόρθωσίν τινα, τέλειος, Φίλων 2. 614.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπανόρθωτος, -ον)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να διορθωθεί, μη επιδεχόμενος επανόρθωση, αθεράπευτος
αρχ.
1. εκείνος που παρέμεινε αδιόρθωτος, που δεν επανορθώθηκε
2. που δεν χρειάζεται διόρθωση, τέλειος.