γραμματοδιδάσκαλος

Revision as of 18:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ,

   A schoolmaster, SIG578.8 (Teos), Telesp.50 H., Phld. Acad.Ind.p.24 M., Plu.Alc.7, Porph.Plot.3,BGU1214.4; cf. γραμμοδιδασκαλίδης.

German (Pape)

[Seite 504] ὁ, = γραμματιστής, Plut. Alc. 7 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 15·― γραμμοδιδασκαλίδης Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Β· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 669.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maître d’école.
Étymologie: γράμμα, διδάσκαλος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 maestro de primeras letras, maestro de escuela Teles p.50, SIG 578.7 (Teos II a.C.), Phld.Acad.Hist.9.2, Str.14.1.18, PMerton 113.8 (II d.C.), POxy.2421.48 (IV d.C.), Porph.Plot.3, BGU 1214.4 (IV d.C.), Hierocl.Facet.140, POxy.3952.40 (VII d.C.), Hsch.s.u. γραμματιστής.
2 en el Egipto ptol. redactor de contratos, escriba egipcio que actuaba como notario de derecho local τῶν ... Αἰγυπτίων γραμματοδιδασκάλων τῶν εἰωθότων γράφειν τὰ συναλλάγματα κατὰ τὸν τῆς χώρας νόμον BGU 1214.4 (II a.C.), cf. PRyl.572.10 (II a.C.) (dud.).

Greek Monolingual

ο (AM γραμματοδιδάσκαλος)
αυτός που διδάσκει τα πρώτα γράμματα στους μαθητές
νεοελλ.
κατώτερος βαθμός δασκάλου.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτοδιδάσκᾰλος: ὁ Plut. = γραμματιστής 2.