διδάσκαλος
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ὁ (but fem., h.Merc.556, A.Pr.110, cf.
A ξυμφορὴ γίνεται διδάσκαλος Democr.76; πενία ἐπινοιῶν διδάσκαλος Secund.Sent.10), teacher, master, μαντείης h.Merc. l.c.; διδάσκαλος τέχνης πάσης βροτοῖς A.Pr. l.c.; δεινῶν ἔργων Lys.12.78; πόλεμος βίαιος διδάσκαλος Th.3.82; διδάσκαλον λαβεῖν = get a master, [S.]Fr.1120.8; εἰς διδασκάλου φοιτᾶν (sc. οἶκον) = go to school, Pl.Alc.1.109d, etc.; διδασκάλων or ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι = leave school, Id.Grg.514c, Prt.326c; ἐν διδασκάλων = at school, Id.Alc.1.110b.
II trainer of a dithyrambic or dramatic chorus, producer of a play, etc., ἴτω δὲ καὶ τραγῳδίας ὁ Κλεομάχου διδάσκαλος Cratin. 256, cf. Ar.Av.912, Ach.628, Antipho 6.13, etc.; διδάσκαλος τοῦ μεγάλου χοροῦ SIG698.8 (Delph., ii B. C.).
Spanish (DGE)
(δῐδάσκᾰλος) -ου, ὁ
• Alolema(s): διδέσκαλος PMich.170.10, 172.12 (ambos I d.C.); δέσκ- PMich.Teb.123re.21.9 (I d.C.)
• Morfología: fem. ἡ διδάσκαλος h.Merc.556, A.Pr.110, ἡ δέσκαλος BGU 332.9 (II/III d.C.), POxy.2595.10 (III d.C.); v. tb. δεσκάλη
I 1maestro μαντείης διδάσκαλοι h.Merc.l.c., de la construcción, Pl.Grg.514c, (τῆς κιθαρῳδικῆς τέχνης) PLond.2017.11 (III a.C.), de la palestra, Luc.Anach.24, Asin.8, Paus.6.9.1, διδάσκαλος τοῦ βασιλέως τῶν τακτικῶν SEG 20.199 (Pafos II a.C.), (τῆς γερδιακῆς τέχνης) PMich.ll.cc., POxy.1647.19 (II d.C.), σημείων διδάσκαλος profesor de signos e.d. de taquigrafía IPrusa 1043.3 (I/II d.C.), de medicina SEG 41.680.5 (Cos II a.C.)
•maestro, profesor de niños y efebos ἀνὴρ διδάσκαλος τῶν παίδων X.Cyr.1.6.31, παιδοτρῖβαι ... καὶ διδάσκαλοι Arist.Ath.42.3, οἱ παιδευταὶ καὶ διδάσκαλοι τῶν υἱῶν Plb.31.31.1, cf. Thphr.Char.7.4, SEG 41.107.10 (Eleusis IV a.C.), AP 12.219 (Strat.), Hierocl.Facet.77, PMich.Teb.l.c., BGU l.c., POxy.l.c., PGrenf.1.67.2 (VI/VII d.C.), ἐν διδασκάλων = en casa de los maestros e.e. en la escuela Pl.Alc.1.110b, φοιτῶν εἰς διδασκάλου = frecuentando la casa del maestro, yendo a la escuela Pl.Alc.1.109d, cf. Prt.326c, X.Cyr.2.3.9, γραμμάτων διδάσκαλοι D.H.3.70
•maestro gener. ὧν διδάσκαλοι ἢ σύμβουλοι Arist.Rh.1385a5, cf. Epicur.Fr.[101] 17, dicho de la divinidad: de Apolo, A.Eu.279, τὸν θεὸν ... σκαιοῖς δὲ φαῦλον ... διδάσκαλον S.Fr.771
•preceptor y consejero de reyes (οἱ ἱερεῖς) τῶν δὲ εἰσηγηταὶ καὶ διδάσκαλοι γινόμενοι D.S.1.73, διδάσκαλος Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως LXX 2Ma.1.10
•en una jerarquía ideal a continuación de los reyes, al mismo nivel que los padres εἶτα γονεῖς καὶ διδάσκαλοι Artem.2.69, διδάσκαλοι φιλάργυροι Vett.Val.163.1
•fig., de abstr. o personif. maestro ὅμιλος Heraclit.B 104, cf. E.Andr.684, πηγὴν κλοπαίαν, ἣ διδάσκαλος τέχνης πάσης βροτοῖς A.Pr.110, ξυμφορά A.Pr.391, Democr.B 76, διδάσκαλοι ἐπικίνδυνοι Gorg.B 11a.4, (Ἔρως) τόλμης καὶ θράσους διδάσκαλος E.Fr.430, τύχη E.Med.1203, ὁ δὲ πόλεμος ... βίαιος διδάσκαλος Th.3.82, νόμος Ph.1.240, Philostr.VA 4.31, ἧς (ὀρχήσεως) διδάσκαλος ἡ ῥυθμική Aristid.Quint.56.22, (πενία) ἐπινοιῶν διδάσκαλος Secund.Sent.17.
2 instructor al frente de un coro, maestro de coro dicho de poetas τραγῳδίας διδάσκαλος Cratin.276, χοροῖσιν ἐφέστηκεν τρυγικοῖς ὁ διδάσκαλος ἡμῶν Ar.Ach.628, cf. Au.912, Pherecr.236, Antipho 6.13, χορευταὶ τε καὶ διδάσκαλοι καὶ ὑποδιδάσκαλοι Pl.Io.536a, cf. IG 3.34, διδάσκαλος τοῦ μεγάλου χοροῦ SIG 698.8 (Delfos II a.C.), διδάσκαλος κατὰ νόμον IG 5(1).209.16 (Esparta I a.C.), cf. Hsch.
3 entre los judíos maestro versado en la Ley, de Jesús Eu.Matt.8.19
•equiv. a rabino ὁ διδάσκαλος νομομαθής CIIud.333.2 (Roma), cf. 594 (Apulia)
•crist. maestro de la Escritura y la fe, doctor en la Iglesia Act.Ap.13.1, διδάσκαλος ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ 1Ep.Ti.2.7, de los apóstoles, 2Ep.Ti.1.11, como orden eclesiástico λειτουργία τῶν προφητῶν καὶ διδασκάλων Didache 15.1, cf. Herm.Vis.3.5.1, Clem.Al.Ecl.23, de Cristo, Iust.Phil.1Apol.12.9.
4 gener. maestro, persona más versada o adiestrada en algo, c. gen. de abstr. μέγιστον ... τῶν κακῶν διδάσκαλον A.Th.573, πρότερος ἐξ ἀρχῆς λέγων γένοιτ' ἂν ... πράγματος διδάσκαλος A.Eu.584, (γυναῖκες) διδάσκαλοι κακῶν E.Andr.946, ἀρχηγοὶ ... καὶ διδάσκαλοι τῶν τοιούτων ἔργων Isoc.12.101, cf. Lys.12.78, ῥᾳθυμίας καὶ τρυφῆς Ph.2.288, ποιηταὶ μίμων καὶ γελοίων διδάσκαλοι Ph.2.522.
• Diccionario Micénico: di-da-ka-re.
German (Pape)
[Seite 615] ὁ, der Lehrer (auch ἡ διδάσκαλος, die Lehrerin, H. h. Merc. 556 Eur. Andr. 684 Luc. Tim. 35), Plat. Apol. 33 a u. öfter, wie Folgde; εἰς διδασκάλου φοιτᾶν, in die Schule gehen, Plat. Alc. I, 109 d u. sonst; εἰς διδασκάλων φοιτᾶν, πέμπειν, Prot. 325 d 326 c; ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι ibd.; ἐν διδασκάλων ἤκουον Alc. I, 110 a; – διδάσκαλος χοροῦ, der einen Chor, Drama zum Aufführen einstudirt, der lyrische oder tragische Dichter; daher geradezu = ποιητής, Ar. Av. 909.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 celui ou celle qui enseigne, maître, précepteur;
2 χοροῦ διδάσκαλος ou abs. διδάσκαλος celui qui dirige les répétitions d'un chœur, d'une pièce, càd l'auteur lui-même ; poète dramatique.
Étymologie: διδάσκω.
Russian (Dvoretsky)
διδάσκᾰλος: ὁ и ἡ
1 учитель, учительница, преподаватель, преподавательница, наставник (наставница) (μαντείης HH; τέχνης πάσης βροτοῖς Aesch.): διδάσκαλος οὐδενὸς πώποτ᾽ ἐγενόμην Plat. я никогда не был ничьим учителем; εἰς διδασκάλων или διδασκάλου (sc. οἶκον) Plat. в школу; ἐν διδασκάλων (sc. οἶκῳ) Plat. в школе; (ἐκ) διδασκάλων (sc. οῖκου) Plat. из школы;
2 театр. (тж. χοροῦ διδάσκαλος) постановщик, преимущ. тж. автор трагедий, поэт (πάντες ἐσμὲν οἱ διδάσκαλοι Μουσάων θεράποντες Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐδάσκᾰλος: ὁ, καὶ ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 556. κτλ.· διδάσκαλος τέχνης πάσης βροτοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 110· δεινῶν ἔργων Λυσ. 127. 25· διδάσκαλον λαβεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 779· εἰς διδασκάλου (ἐνν. οἶκον) φοιτῶ, = πηγαίνω εἰς τὸ σχολεῖον, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 109D, κτλ.· διδασκάλων ἢ ἐκ διδασκάλων ἀπαλλάττομαι, ἀφίνω τὸ σχολείον, ἀποφοιτῶ, ὁ αὐτ. Γοργ. 514C, Πρωτ. 326C· ἐν διδασκάλων, ἐν σχολείῳ, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 110Α. ΙΙ. ὁ διθυραμβικὸς ἢ δραματικὸς ποιητὴς ἐκαλεῖτο χοροῦ διδάσκαλος, ἢ ἁπλῶς διδάσκαλος, Κρατῖν. Ὥρ. 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 912, Ἀχ. 628, Ἀντιφῶν 143. 4, διότι ὁ ἴδιος ἐπεστάτει εἰς τὴν ἄσκησιν τοῦ χοροῦ· πρβλ. χοροδιδάσκαλος καὶ διδάσκω ΙΙ.
English (Strong)
from διδάσκω; an instructor (genitive case or specially): doctor, master, teacher.
English (Thayer)
διδασκαλου, ὁ (διδάσκω), a teacher; in the N.T. one who teaches concerning the things of God, and the duties of man:
1. of one who is fitted to teach, or thinks himself so: רַב is rendered in Greek διδάσκαλος: ῤαββί, and Pressel in Herzog xii., p. 471 f; (Campbell, Dissert. on the Gospels, diss. vii. part 2).
3. of those who by their great power as teachers drew crowds about them;
a. of John the Baptist: L T Tr WH.
5. of the apostles: ὁ διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν, of Paul, Homer (h. Merc. 556), Aeschylus, others)
Greek Monolingual
δάσκαλος και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η)
1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις
2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος διδάσκαλος...» — ο πόλεμος διδάσκει με βίαιο τρόπο, Θουκ.)
3. εκείνος που έχει εκπαιδεύσει ή εισαγάγει κάποιον στη μέθοδο επιστήμης ή τέχνης
νεοελλ.
1. ο δημοδιδάσκαλος, ο δάσκαλος για τη στοιχειώδη εκπαίδευση
2. ειρων. σχολαστικός, στενοκέφαλος
3. φρ. α) «διδάσκαλοι του γένους» — διακεκριμένοι λόγιοι που έζησαν και έδρασαν κυρίως πριν την Επανάσταση του 1821, οι οποίοι συνέβαλαν στη διάδοση της παιδείας
β) «πάει στον δάσκαλο» — μαθαίνει γράμματα, πηγαίνει στο σχολείο
γ) «δάσκαλος απ' τα δώδεκα σκαμνιά» — πολύ μορφωμένος
δ) «απ' τ' αφτί και στον δάσκαλο» — χωρίς καθυστέρηση και με χρησιμοποίηση βίας ή πειθαναγκασμού
ε) «βρήκε τον δάσκαλο του» — αντιμετώπισε πλέον κάποιον ικανότερο του
στ) «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» — για όσους δεν τηρούν οι ίδιοι όσα συμβουλεύουν στους άλλους
αρχ.-μσν.
κήρυκας του θείου λόγου, ιεροκήρυκας
μσν.
φρ.
1. «διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης» ή «οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι» — οι Τρεις Ιεράρχες Βασίλειος, Γρηγόριος και Χρυσόστομος και μερικές φορές ο Κύριλλος Αλεξανδρείας
2. «οἰκουμενικὸς διδάσκαλος» — ο επικεφαλής τών καθηγητών του Πανδιδακτηρίου της Κωνσταντινουπόλεως
αρχ.
1. ο δάσκαλος, ο χορογράφος του χορού στον διθύραμβο ή στο δράμα
2. εκκλησιαστικό αξίωμα κατά τους αποστολικούς χρόνους
3. φρ. α) «ἐν διδασκάλων» — στο σχολείο
β) «εἰς διδασκάλου φοιτῶ» — πηγαίνω στο σχολείο
γ) «διδασκάλων άπαλλάττομαι» — αφήνω το σχολείο, αποφοιτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διδάσκαλος < διδάσκω + (επίθημα) -αλος. Ο τ. δάσκαλος είτε < διδάσκαλος με αποβολή του -ι- και απλοποίηση τών δύο -δ- είτε με ανομοιωτική αποβολή (απλολογία) της συλλαβής δι- (πρβλ. διαβάζω).
ΠΑΡ. διδασκαλείο(ν), διδασκαλία, διδασκαλικός
αρχ.
διδασκάλιον
νεοελλ.
δασκάλαινα, δασκαλάκι, δασκαλίστικος, δασκαλίτσα, δασκαλόπουλο, δασκαλοσύνη, δασκαλούδι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. δασκαλοπαίδι, δασκαλοφέρνω. (Β' συνθετικό) γραμματοδιδάσκαλος, ιεροδιδάσκαλος, νομοδιδάσκαλος, οπλοδιδάσκαλος, χαμαιδιδάσκαλος, χοροδιδάσκαλος, ψευδοδιδάσκαλος
αρχ.
αντιδιδάσκαλος, ασωτοδιδάσκαλος, γεροντοδιδάσκαλος, διθυραμδοδιδάσκαλος, δουλοδιδάσκαλος, ερωτοδιδάσκαλος, καλοδιδάσκαλος, κυκλιοδιδάσκαλος, κωμωδοδιδάσκαλος, λογοδιδάσκαλος, ορχηστοδιδάσκαλος, παιδοδιδάσκαλος, ποιητοδιδάσκαλος, πονηροδιδάσκαλος, πορνοδιδάσκαλος, τραγωδοδιδάσκαλος, τυραννοδιδάσκαλος, υμνοδιδάσκαλος, υποδιδάσκαλος
νεοελλ.
δημοδιδάσκαλος, ελληνοδιδάσκαλος, ηθικοδιδάσκαλος, κακοδιδάσκαλος, καψοδάσκαλος, μουσικοδιδάσκαλος, ξιφοδιδάσκαλος, οικοδιδάσκαλος, πρωτοδάσκαλος, φτωχοδάσκαλος, ψευτοδάσκαλος].
Greek Monotonic
δῐδάσκᾰλος: ὁ και ἡ (δῐδάσκω),
I. δάσκαλος, γραμματοδιδάσκαλος, καθηγητής, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· εἰςδιδασκάλου (ενν. οἶκον) φοιτᾶν, πηγαίνω στο σχολείο, σε Πλάτ.· διδασκάλων ή ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι, εγκαταλείπω, αφήνω το σχολείο, αποφοιτώ, στον ίδ.· ἐν διδασκάλων, στο σχολείο, στον ίδ.
II. ένας δραματικός ποιητής αποκαλούνταν διδάσκαλος, επειδή δίδασκε τους υποκριτές, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
δῐδάσκᾰλος, ὁ, ἡ, n διδάσκω
I. a teacher, master, Hhymn., Aesch., etc.: εἰς διδασκάλου (sc. οἶκον) φοιτᾶν to go to school, Plat.; διδασκάλων or ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι to leave school, Plat.; ἐν διδασκάλων at school, Plat.
II. a dramatic poet was called διδάσκαλος because he taught the actors, Ar.
Chinese
原文音譯:did£skaloj 笛打士卡羅士
詞類次數:名詞(58)
原文字根:教(者) 相當於: (קָרָא)
字義溯源:教導者,教師,師傅,先生,夫子;源自(διδάσκω)=教);而 (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)。這字大部分用在四福音書中,稱主耶穌為:夫子(約40次)。在書信中說到神在教會所設立的教師( 林前12:28,29; 弗4:11);在其他書信中,這字也多譯為:
同義字:1) (διδάσκαλος)教導者 2) (καθηγητής)嚮導,師尊 3) (παιδευτής)訓練者,師傅
出現次數:總共(58);太(11);可(12);路(17);約(8);徒(1);羅(1);林前(2);弗(1);提前(1);提後(2);來(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 夫子(38) 太8:19; 太12:38; 太19:16; 太22:16; 太22:24; 太22:36; 太26:18; 可4:38; 可9:17; 可9:38; 可10:17; 可10:20; 可10:35; 可12:14; 可12:19; 可12:32; 可13:1; 可14:14; 路3:12; 路7:40; 路8:49; 路9:38; 路10:25; 路11:45; 路12:13; 路18:18; 路19:39; 路20:21; 路20:28; 路20:39; 路21:7; 路22:11; 約1:38; 約8:4; 約11:28; 約13:13; 約13:14; 約20:16;
2) 先生(9) 太9:11; 太10:24; 太10:25; 太17:24; 可5:35; 路6:40; 路6:40; 約3:10; 羅2:20;
3) 教師(8) 路2:46; 林前12:28; 林前12:29; 弗4:11; 提前2:7; 提後1:11; 來5:12; 雅3:1;
4) 好些教師(1) 提後4:3;
5) 幾位教師(1) 徒13:1;
6) 師傅(1) 約3:2
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
magister, suasor, teacher, adviser, 3.42.2, 3.82.2, 5.30.1, 8.45.2.
Translations
Afrikaans: onderwyser; Albanian: arsimtar, mësues; Aleut: achixanax; Amharic: አስተማሪ; Apache Western Apache: bik'eh da'ółtagí; Arabic: مُعَلِّم, مُعَلِّمَة, مُدَرِّس, مُدَرِّسَة, أُسْتَاذ, أُسْتَاذَة; Egyptian Arabic: مدرس, خوجه; Hijazi Arabic: أُسْتَاذ, مدرس; Moroccan Arabic: معلم, أستاد; Armenian: ուսուցիչ, դասատու; Assamese: শিক্ষক; Asturian: profesor, maestru; Avar: мугӀалим; Azerbaijani: müəllim; Bashkir: уҡытыусы; Basque: irakasle, maisu; Belarusian: настаўнік, выхавальнік; Bengali: ওস্তাদ, মুয়াল্লিম, শিক্ষক; Biatah Bidayuh: guruu; Bikol Central: paratukdo; Breton: kelenner; Bulgarian: учител, учителка, преподавател, преподавателка; Burmese: ဆရာ, ဆရာမ; Buryat: багша; Catalan: professor, professora, ensenyant, mestre; Cebuano: magtutudlo; Chechen: хьехархо; Cherokee: ᏗᏕᏲᎲᏍᎩ; Chichewa: mphunzitsi; Chinese Cantonese: 老師, 老师, 教師, 教师, 先生; Dungan: лошы, җёйүан, сыфу, вуста, сынён, нүлошы; Hakka: 先生, 教師, 教师, 老師, 老师; Mandarin: 教師, 教师, 老師, 老师, 教員, 教员, 師父, 师父; Min Dong: 老師, 老师; Min Nan: 教師, 教师, 老師, 老师, 先生; Wu: 老師, 老师; Chukchi: кэлиныгйивэтыльын; Chuukese: sense; Chuvash: учитель, вӗрентекен; Cornish: adhyskonydh, dyskador; Crimean Tatar: muallim; Czech: učitel; Danish: lærer; Daur: seb, bakx; Dolgan: учитель; Dutch: leraar, onderwijzer, docent, leerkracht, schoolmeester; Erzya: тонавтыця, учитель; Esperanto: instruisto; Estonian: õpetaja; Even: учитель, хупкучимӈэ̇; Evenki: учитель, алагӯмнӣ, татыга̄мнӣ, татка̄мӈӯ, учутал; Faroese: lærari; Finnish: opettaja; French: professeur, maître d'école, enseignant, instituteur; Galician: mestre; Georgian: მასწავლებელი, პედაგოგი; German: Lehrer; Gothic: 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌰𐍂𐌴𐌹𐍃, 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Greek: δάσκαλος; Ancient Greek: διδάσκαλος, κατηχητής; Gujarati: શિક્ષક; Hausa: malami; Hawaiian: kumu; Hebrew: מוֹרֶה; Hindi: अध्यापक, टीचर, शिक्षक, गुरु, आचार्य, मुअल्लिम, उस्ताद, उपाध्याय, आचार्य; Hungarian: tanár, tanító, oktató, pedagógus; Hunsrik: Leerer, Leerin; Icelandic: kennari; Ido: instruktisto; Inari Sami: opâtteijee; Indonesian: guru, pengajar; Interlingua: maestro, magistro, professor de schola, instructor, inseniator; Inuktitut: ᐃᓕᓭᔨ; Irish: múinteoir; Italian: insegnante, docente, professore, maestro, aio, educatore, precettore; Japanese: 先生, 教師; Javanese: guru, dwija; Jeju: 선싕, 선싕님, 선셍, 선승, 성선; Kalmyk: багш, сурһач; Kamba: mwaalimu; Kannada: ಶಿಕ್ಷಕ, ಅಧ್ಯಾಪಕ, ಗುರು; Kazakh: мұғалім, оқытушы; Khmer: គ្រូបង្រៀន, គ្រូ, អាចារ្យ, អាចរិយ, លោកគ្រូ, អ្នកគ្រូ; Kikuyu: mũrutani Kis: mwaalimu; Komi-Permyak: велӧтісь; Korean: 선생), 선생님, 교사); Kurdish Central Kurdish: مامۆستا; Northern Kurdish: mamosta, hînker; Kyrgyz: мугалим; Ladino: professor, maestro; Lao: ຄູ, ນາຍຄູ, ອາຈານ; Latin: docens, doctor, praeceptor, magister, litterator; Latvian: skolotājs; Lithuanian: mokytojas, dėstytojas; Livonian: opātiji; Luhya: omwalimu; Luo: japuonj; Lushootseed: dxʷsʔugʷusaɬ, dxʷsʔugʷucidid; Macedonian: учител, наставник, воспитувач, професор, предавач; Malay: guru, cikgu; Malayalam: അദ്ധ്യാപകന്, ഗുരു; Maltese: għalliem, għalliema; Manchu: ᠰᡝᡶᡠ; Manx: ynseyder; Maori: māhita kura, kaiwhakaako; Marathi: शिक्षक, टीचर, गुरु; Mari Eastern Mari: учитель; Meru: mwarimo; Mingrelian: მაგურაფალი; Moksha: тонафты, учитель; Mongolian Cyrillic: багш; Uyghurjin: ᠪᠠᠭᠰᠢ; Navajo: báʼóltaʼí; Nepali: शिक्षक; Ngazidja Comorian: fundi; Norman: ensîngnant; Northern Sami: oahpaheaddji; Norwegian Bokmål: lærer, skolelærer; Nynorsk: lærar; Occitan: professor; Ojibwe: gekinoo'amaaged; Old English: lārēow; Old Javanese: guru; Oriya: ଶିକ୍ଷକ; Osage: wakǫ́ze; Ossetian: ахуыргӕнӕг; Pali: ācariya, guru; Pashto: استاد, استاذ, ښوونکی, معلم; Persian: آموزگار, آموزاننده, معلم, استاد; Polish: nauczyciel, belfer; Portuguese: professor, docente; Punjabi: ਅਧਿਆਪਕ; Quechua: yachachiq; Romani: siklǎrno; Romanian: profesor, învățător; Russian: учитель, учительница, преподаватель, преподавательница, наставник, наставница; Sanskrit: गुरु, आचार्य, अध्यापक, शिक्षक; Scottish Gaelic: fear-teagaisg, neach-teagaisg, muinear, tìdsear; Serbo-Croatian Cyrillic: учитељ, васпитач, наставник; Roman: učitelj, vaspitač, nastavnik; Shor: ӱргедигчи; Sinhalese: ගුරුතුමා, ගුරුවරයා, ආචාර්ය; Skolt Sami: uʹčteeʹl; Slovak: učiteľ; Slovene: učítelj; Sorbian Lower Sorbian: ceptaŕ, wucabnik; Sotho: titjhere; Southern Altai: ӱредӱчи; Spanish: maestro, profesor, docente; Swahili: mwalimu, maalim; Swedish: lärare; Tagalog: guro, maestro, titser; Tajik: муаллим, устод, омӯзгор; Tamil: ஆசிரியர், குரு; Taos: mèstu'úna; Tatar: укытучы, мөгаллим, остаз; Telugu: ఉపాధ్యాయుడు; Thai: ครู, อาจารย์; Tibetan: དགེ་རྒན; Tigrinya: መምህር; Tocharian A: käṣṣi; Tocharian B: käṣṣī; Turkish: öğretmen, muallim, hoca; Turkmen: mugallym; Udmurt: дышетӥсь; Ukrainian: учитель, вчитель, викладач; Urdu: ادھیاپاک, معلم, ٹیچر; Uyghur: ئوقۇتقۇچى, مۇئەللىم, ئۇستاز; Uzbek: o'qituvchi, oʻqituvchi; Vietnamese: giáo viên; Volapük: tidan, hitidan, kladatidan, kladahitidan, kladanefitidan, kladanefihitidan; Walloon: mwaisse di scole, professeur, prof, scoleu; Welsh: athro, dysgwr; West Frisian: learaar; Western Panjabi: استاد; Westrobothnian: lärar, skolärar; White Hmong: thawj xibhwb; Yagnobi: малим; Yakut: учуутал, үөрэтээччи; Yapese: sensey; Yiddish: לערער; Yoruba: olùkọ́; Zazaki: musner musnayoğ ma'lim xoca; Zhuang: lauxsae; Zulu: umfundisi, uthisha