δυσκοίλιος

Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A bad for the bowels, Dsc.1.105, Plu.2.137a.    2 costive, Paul.Aeg.1.44.

German (Pape)

[Seite 682] einen harten Leib machend, unverdaulich, doch von δύσπεπτος verschieden, Ggstz εὐκοίλιος, Plut. de san. tuend. 408 ff.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκοίλιος: -ον, κακὸς διὰ τὴν κοιλίαν, δυσκοιλιότητα προξενῶν, Πλούτ. 2. 137Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le ventre est resserré, qui souffre de constipation.
Étymologie: δυσ-, κοιλία.

Spanish (DGE)

-ον
I de alimentos
1 malo para el intestino, perjudicial ὑπόκιρρος καὶ πρόσφατος ἐλαία Dsc.1.105.5, cf. Plu.2.137a.
2 astringente de la raya, Diph.Siph. en Ath.356c.
II de pers. estreñido ἐπὶ δὲ τῶν φύσει δυσκοιλίων Paul.Aeg.1.44.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α δυσκοίλιος, -ον)
1. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα, ο στυπτικός
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα.

Russian (Dvoretsky)

δυσκοίλιος: вредный для кишечника (δύσπεπτος καὶ δ. Plut.).